Εκτός από τα χαμηλώματα στις ακροποταμιές, που είχε κάποια ελαιόδενδρα οι άνθρωποι έβγαζαν ελιές φαγώσιμες και κάποιοι τυχεροί ίσως και το λάδι της χρονιάς τους, γενικά όμως το λάδι, στην ελατόφυτη Ευρυτανία ήταν εισαγόμενο προϊόν και σαν τέτοιο ήταν ακριβό και δυσεύρετο. Από τους κατοίκους της, πάνω από τους μισούς, κατέβαιναν το σαραντάημερο στους κάμπους και δούλευαν στις ελιές και πληρώνονταν σε είδος, οι άλλοι όμως το αγόραζαν από το εμπόριο της εποχής και της περιοχής. Σήμερα όλοι κλαιγόμαστε για την ανεργία, κυρίως των νέων, αλλά κανένας δεν μνημονεύει την αεργία που ενδημεί:
«Στη γη που ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα… και θάλλει ἡ ελαία»
και κανένας δεν πάει σε τέτοιες δουλειές και τώρα που λιγοστεύουν οι Αλβανοί και οι λοιποί οικονομικοί μετανάστες, οι ελιές μας σιγά-σιγά θα μένουν αμάζευτες και οι τιμές στο λάδι θα παραμένουν… ασυμάζευτες. Πάντως το μάζεμα της ελιάς, στην ελαιοπαραγωγό Ευρυτανία, γινόταν όπως και στις άλλες αντίστοιχες περιοχές. Πρώτα μάζευαν το «χαμολόι» και μετά τίναζαν τις υπόλοιπες. Στη συνέχεια διάλεγαν όσες ήθελαν για φαΐ και τις άλλες τις έβγαζαν λάδι. Η παραγωγή του λαδιού, τόσο λόγω της μικρής παραγωγής όσο και της γενικότερης καθυστερημένης τεχνολογίας του τόπου, γινόταν με πρωτόγονα μέσα και τρόπο.
Λιοτρίφτης
Τις ελιές μετά την συλλογή τους στο λιοστάσι, τις μετέφεραν στο λιοτρίφτη, ο οποίος αποτελούταν από δυο πέτρες. Μια λακκουβωτή μεγάλη πλακολιθιά, όπου μέσα στη λακκούβα έβαζαν τις ελιές και μια αρκούντως μεγάλη στρογγυλή πέτρα, σαν μπόμπα μεγάλου κανονιού, όπως γράφει ο Λουκόπουλος στα «Γεωργικά της Ρούμελης», την οποία στριφτοκύλαγαν μέσα στη λακκούβα με τις ελιές και τις πολτοποιούσαν. Το πρόβλημα ήταν να μην πάρει κατρακύλα το στρογγυλολίθι, στα άκρως επικλινή χωριά μας, όπως ένα μια φορά στον Άγιο Γεώργιο Φραγκίστας, πήρε τον κατήφορο και σταμάτησε στη… γέφυρα στα Σίδερα, χωρίς ευτυχώς θύματα.
Σακί
Τις πολτοποιημένες ελιές, το ζυμάρι όπως έλεγαν, τις έβαζαν σ΄ ένα ειδικό τραγομαλλίσιο σακί ή μια λινάτσα, που περίμενε πάνω στη λαδοκόπανα.
Λαδοκόπανα ή κρέντη
Εκεί πατούσαν τα σακιά με γυμνά πόδια ρίχνοντας ταυτόχρονα ζεστό νερό (μέχρι να μην πάθουν μεγάλα εγκαύματα!) και στη «βρυσούλα» της κρέντης συνέλλεγαν το «λιόζουμο».
Λαδόκαδο
Το λάδι το συνέλλεγαν μέσα σ΄ ένα δοχείο πολλών χρήσεων, όπως για παράδειγμα ένα κακκάβι ή ένα καδί σαν την καρδάρα. Στη συνέχεια το μετάγγιζαν σε άλλο δοχείο και το άφηναν μέχρι να καθαρίσει και μετά το αποθήκευαν προς χρήση. Επειδή δεν ήταν καθαρής ψυχρής επέλασης είχε αρκετά οξέα και δεν ήταν έξτρα παρθένο, αλλά αυτό ήταν δευτερεύον.
Συνεχίζεται…