Εκείνο που αποθέωνε τον τραχανά στους γευστικούς μας κάλυκες ήταν η καθ΄ ημάς (Κρίκελλο και περίχωρα) λεγόμενη τραχανόπιτα και για την κυριολεξία τραχανοκολοκυθόπιτα. Οι Αγραφιώτες -γλωσσικά πιο λιτοί- ονομάτιζαν τούτο το έδεσμα «μπριάνι». Παλιά οι Αιτωλοί – και οι Ευρυτάνες – έλεγαν μπριάνι κάτι σαν το σημερινό μπριάμ ή τουρλού. Έβαζαν στο ταψί κομμάτια κολοκύθι, σκόρδα, αλάτι και λάδι ή ρύζι, πατάτες κυδωνάτες, κρεμμύδια, πιπέρι και λάδι και τα έψηναν στη γάστρα. Επίσης για μας μπριάνια ήταν οι πρίγκιπες των ποταμών μας, μετά την βασίλισσα πέστροφα.
Είχα την αγαθή τύχη να γευτώ την τραχανόπιτα στα περίχωρα της Καρδίτσας, με το εξίσου λιτό όνομα «ταρκάσι». Ομοίως με μας κι αυτοί τίμησαν το ταρκάσι τους με αντίστοιχο επώνυμο, το οποίο ήταν γνωστό και στα καθ΄ ημάς. Δυστυχώς στην περιοχή μας -και γενικά- κανένας δεν ευδόκησε να ονομαστεί Τραχανοπιτάς. Η λειτουργική και ολοκληρωμένη μου σχέση με την τραχανοκολοκυθόπιτα, άρχισε πολύ πιο νωρίς από άλλες αντίστοιχες πίτες. Ήμουνα μαθητής του Δημοτικού και ήτανε καλοκαίρι, όπου υπηρετούσαμε την ποινή μας στις αγροτικές φυλακές, ως ποιμενόπαιδες και τα συναφή. Μια μέρα τυχαία -προς μεγάλη μου ευτυχία- βρέθηκα στο χωριό πριν τη δύση του ηλίου, όμως προς μεγαλύτερή μου δυστυχία δεν είχε τίποτα να φάω. Αυτόματα σκέφτηκα: «θα φτιάξω μια τραχανοκολοκυθόπιττα», δεδομένου με το είδος με συνέδεε ισχυρός ερωτικός δεσμός. Τα ήξερα όλα και ως πεπειραμένος σεφ, σε μια ώρα το σώμα του Έρωτός μου άχνιζε στο μεγαλύτερο ταψί της οικοσκευής μας. Έφαγα το 1/4 και το υπόλοιπο είπα να το αφήσω για τους άλλους, που θάρχονταν το βράδυ. Όμως δεν άντεξα στις προκλήσεις και με δεύτερη επίθεση την πήγα στο 1/2. Στη τρίτη και στην τέταρτη επίθεση δεν έμεινε τίποτα από πίτα, έμεινε όμως ένας –και μοναδικός- ισόβιος Έρωτας.
Θα ήθελα να πω τι αποθησαύρισα από τη μάνα μου, πριν το δικό μου μαγειρικό θρίαμβο. Έξυνε μ΄ ένα κουτάλι το εσωτερικό ενός ώριμου κολοκυθιού και είχαμε ως προϊόν το ξύσμα του κολοκυθιού και υποπροϊόν το κέλυφος αυτού. Το πρώτο η μάνα μου το αλάτιζε, το άφηνε λίγο και μετά το έστυβε και φεύγανε τα ζουμιά. Το δεύτερο το δανειζόμασταν και το κάναμε καράβι των ονείρων μας στη κοντινή λούμπα και μετά το φέρναμε στη μάνα, να το μεταποιήσει σε ζωοτροφή. Αφού έβαζε το στημένο ξύσμα σε μια λεκάνη έριχνε μέσα τα λοιπά υλικά ήτοι: τραχανά, αυγά γάλα και λάδι ή βούτυρο, τα πολτοποιούσε και τα έστρωνε στο ταψί, σε πάχος όσο περίπου το δάχτυλό της. Όλα αυτά τα ζύγιαζε αυτόματα με το μάτι και οι αναλογίες τους ήταν τέλειες. Έβαζε το ταψί στην πυρωμένη γωνιά και το σκέπαζε με την γάστρα, την οποία προηγουμένως είχε κάψει στη φωτιά και σε λιγότερο από μια ώρα το έπαιρνε πίσω ως αχνίζουσα και ευωδιάζουσα τραχανοκολοκυθόπιτα. Σήμερα βρίσκει κάποιος κολοκυθάκια ή και κολοκύθια στις λαϊκές αγορές και στα σούπερ μάρκετ υπάρχουν: ωραίος γλυκός τραχανάς Λαμίας, αυγά και γάλα. Από ‘κει και πέρα, αν χτυπάει πιτοποιητική φλέβα στο νοικοκύρη του εγχειρήματος, τα πράγματα είναι εύκολα.