Όνομα: Ρίτα Πρίμπα
Ιδιότητα: Ιατρός με ειδικότητα στην ψυχοσωματική ιατρική
Τόπος Καταγωγής: Άγιος Νικόλαος
Τόπος διαμονής: Αθήνα
ΕΠ. κ. Πρίμπα οι γονείς σας ήταν πολιτικοί πρόσφυγες μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Πείτε μας λίγα λόγια για την ιστορία της οικογένειάς σας.
ΡΠ. Γεννήθηκα στη Ρουμανία, στην πόλη Πιτέστι, σε μια οικογένεια Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, που κατέφυγαν εκεί μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Έχω έναν αδερφό επτά χρόνια μικρότερο. Όταν ο πατέρας μου έφτασε στη Ρουμανία ήταν 19 ετών και η μητέρα όταν κατέφτασε εκεί με τους γονείς της ήταν 13 ετών. Ο πατέρας μου κατάγεται από το χωριό Άγιος Νικόλαος (Λάσπη) Ευρυτανίας. Μεγάλωσε σε μια αγροτική οικογένεια με 8 παιδιά, με τον πατέρα μου να είναι το πέμπτο παιδί. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του πατέρα μου συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση όπως και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του χωριού τους αλλά και της Ευρυτανίας γενικότερα. Ο μεγαλύτερος αδερφός, Μηλτιάδης Πρίμπας, συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου και ήταν πρωτοπαλίκαρο του Άρη Βελουχιώτη. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών στο χωριό άρχισε να κυριαρχεί και πάλι ο φόβος. Παρακρατικές ομάδες κυνηγούσαν τους πρώην Αντιστασιακούς και της οικογένειές τους. Ο πατέρας μου μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του πατέρα του ‘έπρεπε να εγκαταλείψει’ το χωριό για να σωθεί. Έτσι, βρέθηκε στα 16 του χρόνια στον Δημοκρατικό Στρατό (ΔΣΕ) μέχρι τα 19 του πο τελείωσε ο πόλεμος και αναγκάστηκε να φύγει για τη Ρουμανία.
ΕΠ. Εσείς γεννηθήκατε στη Ρουμανία, αλλά, στα 13 σας έτη οι γονείς σας αποφάσισαν να φύγετε οικογενειακώς για τη Γερμανία. Τί τους οδήγησε σε αυτή την απόφαση;
ΡΠ. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο Βουκουρέστι, όπου παντρεύτηκαν και δημιούργησαν οικογένεια. Στο Βουκουρέστι, έμεινα από τον δεύτερο χρόνο ζωής μου μ’εχρι τα 13 μου. Ο πατέρας μου εκεί σπόυδασε μηχανολόγος τηλεπικοινωνιών και η μητέρα μου εργάστηκε ως βοηθός φαρμακοποιού. Την Ρουμανική γλώσσα την έμαθα στο Νηπιαγωγείο, γιατί στο σπίτι οι γονείς και οι παππούδες – από την πλευρά της μητέρας μου- μιλούσαν μόνο την Ελληνική και απαγόρευαν τη Ρουμάνικη γλώσσα. Δυστυχώς την οικογένειά μου (εγω 13 ετών και ο αδερφός μου 7) την περίμενε το 1971, μετά την αλλαγή της πολιτικής με τον Τσαουσέσκου απέναντι στις εθνικές μειονότητες, ένας δεύτερος ξεριζωμός.
Ο πατέρας μου μετά την απόλυσή του από την δουλειά του, φοβούμενος τις πολιτικές εξελίξεις, αποφάσισε να εγκαταλείψουμε οικογενειακώς τη Ρουμανία και να αρχίσουμε μια νέα προσφυγιά στη Γερμανία. Εκεί ζούσε ένας αδερφός της μητέρας μου. Μάλιστα, οι μετέπειτα εξελίξεις –πολιτικές και κοινωνικές- στη Ρουμανία επιβεβαίωσαν τους φόβους του πατέρα μου.
ΕΠ. Ουσιαστικά είστε διπλή πρόσφυγας, καθώς πήγατε σε δυο χώρες υποδοχής. Πώς περάσατε τα παιδικά αλλά και τα μετέπειτα χρόνια σας στις χώρες αυτές;
ΡΠ. Νωρίς οι γονείς μου μου έδωσαν να καταλάβω ότι λάτρευαν την Ελλάδα και πως εξαιτίας του Εμφυλίου αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Έτσι, το αίσθημα της νοσταλγίας για την πατρίδα κυριαρχούσε στο σπίτι μας. Από μικρή ηλικία άκουγα με ενδιαφέρον τις αφηγήσεις των γονέων μου για τους συγγενείς τους, την Ελλάδα, τα χωριά τους, γενικά για τη ζωή τους σε έναν κόσμο που μου ήταν εντελώς άγνωστος.
Στα προσχολικά μου χρόνια ο πατέρας μου σπούδαζε. Αυτή τν περίοδο έβλεπα τον πατέρα μου να διαβάζει αδιάκοπα. Πάντα τόνιζε την σημασία της μόρφωσης και με στήριζε σε όλα τα βήματα της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πορείας μου. Στην Ρουμανία η παιδική μου ηλικία με την ζωή και την καθημερινότητα στο Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο κύλησε ομαλά.
Η πιο τραυματική εμπειρία για εμένα ήταν ο ξεριζωμός που βίωσα από το σταθερό περιβάλλον της Ρουμανίας. Ήταν μια διαφυγή σε μια εντελώς άγνωστη χώρα , στη Γερμανία (Δυτικό Βερολίνο). Όλα ήταν άγνωστα. Η χώρα, η κοινωνία, η νοοτροπία, η ιστορία, η γλώσσα, η θρησκεία, το σχολικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Ήταν μια αρχή όχι από το μηδέν, αλλά από το μείον δέκα. Στην Ελλάδα κυβερνούσε η Χούντα. Με πολλές δυσκολίες και ατελείωτες προσπάθειες μπόρεσα να ενταχθώ στο Γερμανικό Λύκειο και να πραγματοποιήσω το μεγάλο μου όνειρο, να σπουδάσω ιατρική.
ΕΠ. Παρά τις δυσκολίες με τις οποίες ήρθατε αντιμέτωπη στη Γερμανία καταφέρατε να σπουδάσετε ιατρική. Πού θεωρείτε ότι οφείλετε αυτή σας η επιτυχία;
ΡΠ. Το όνειρό μου από παιδί ήταν να σπουδάσω ιατρική. Μετά την ανατροπή της ζωής μου με την φυγή στην Γερμανία, βίωσα βίαιη ενηλικίωση στα 13 μου έτη για να μπορέσω ν προσαρμοστώ στη ζωή εκεί. Έτσι, άρχισα να καταλαβαίνω ότι για να μην ‘καταστραφώ’ χρειαζόμουν ένα πολύ ισχυρό όνειρο, όπως ήταν η ιατρική, αλλά και μια φοβερή προσπάθεια και εργατικότητα για να το επιτύχω. Μεγάλη έμπνευση, εξάλλου, και σοβαρά παραδείγματα για εμένα ήταν η γνώση των μεγάλων δυσκολιών, θυσιών αλλά και αδικιών που πέρασε η οικογένειά του πατέρα μου. Ένιωθα μέσα μου την ανάγκη να τιμήσω αυτή τη βασανισμένη αλλά πάντα υπερήφανη οικογένεια. Ήθελα να κάνω και εγω υπερήφανους.
ΕΠ. Τί σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με την ειδικότητα της ψυχοσωματικής ιατρικής, μια ειδικότητα που ακόμη δεν υπάρχει στην Ελλάδα;
ΡΠ. Σήμερα, η ιατρική επιστήμη έχει ονομαστεί ως «Ψυχοσωματικά Νοσήματα», τα οργανικά συμπτώματα η νοσήματα που απορρέουν ή σχετίζονται με την επίδραση ψυχικών επιβαρύνσεων, με σπουδαιότερη το χρόνιο στρες. Αυτό που με ενέπνευσε να ασχοληθώ με αυτή την ειδικότητα είναι η πεποίθησή μου ότι σχεδόν κάθε νόσος ξεκινάει από την ψυχή και καταλήγει στο σώμα. Μαζί με την θεραπεία του σώματος δεν πρέπει να ξεχνάμε να θεραπεύουμε το τραύμα της ψυχής και το χρόνιο στρες.
ΕΠ. Γιατί αποφασίσατε μετά από 50 χρόνια διαμονής στη Γερμανία να επιστρέψετε στην Ελλάδα;
ΡΠ. Πάντα αισθανόμουν Ελληνίδα. Έτσι, το όνειρο της επιστροφής για εμένα πάντα ζωντανό. Γι αυτό, δεν προσπάθησα ποτέ στα τόσα χρόνια να αποκτήσω μια δεύτερη υπηκοότητα. Πάντα, μάλιστα, ένιωθα μια μεγάλη ανάγκη να γνωρίσω τις ρίζες μου, τους συγγενείς μου, την πατρίδα μου. Ήθελα, λοιπόν, κάποτε να νιώσω «στο σπίτι μου», να τελειώσει η ξενιτιά και η προσφυγιά.