Όνομα: Ειρήνη Σαλαγιάννη
Τόπος Καταγωγής: Καμάρια Αγράφων
Τόπος διαμονής: Τροβάτο Αγράφων
Στο χωριό Τροβάτο Αγράφων βρέθηκε το διαδικτυακό κανάλι Greek Village Life όπου συνομίλησε με την γιαγιά Ειρήνη Σαλαγιάννη ή γιαγιά Ρίνα, όπως την φωνάζουν στο χωριό, η οποία στα 104 χρόνια της έζησε μια ζωή γεμάτη και πλήρη.
Γεννήθηκε στο χωριό Καμάρια Αγράφων σε μια πολύτεκνη οικογένεια με κύρια ασχολία και μέσο βιοπορισμού την κτηνοτροφία. Πέρασε μια ζωή γεμάτη φτώχεια, δυσκολίες, πόλεμο, αντιξοότητες αλλά και απλότητα και αγάπη.
Μιλάει για τα παιδικά της χρόνια, για τον γάμο της, για τα χρόνια του πολέμου, για τα απλά πράγματα της καθημερινότητάς τους τότε, όπως η διατροφή τους, για έθιμα που είχαν αλλά φυσικά δεν παραλείπει να ανφερθεί και στον Τίμιο Σταυρό που φυλάσσεται στην εκκλησία του χωριού της.
Τα παιδικά χρόνια, ο γάμος και η οικογένειά της
Όπως χαρακτηριστικά ανφέρει η κυρα Ρίνη προέρχεται από μια πολύτεκνη οικογένεια που κύρια ασχολία της ήταν η κτηνοτροφία «Είχαμε 300 πρόβατα και άλογα και άλλα πολλά ζώα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με 6 παιδιά και εγώ ήμουν η 3η. Σχολείο πήγα λίγα χρόνια.»
Πολύτεκνη, βέβαια, έγινε στη συνέχεια και η ίδια καθώς έκανε εννιά παιδιά «Εγώ γέννησα 9 παιδιά και έχω 50 εγγόνια και δισέγγονα μαζί. Έτσι ήταν τα χρόνια τότε. Καλά να είναι τα παιδιά λέγαμε και ας ζήσουμε και με λιγότερα, θα τα καταφέρουμε. Πριν λίγα χρόνια, μάλιστα, πέθανε και η μια μου η κόρη.»
Τα χρόνια ήταν δύσκολα τότε κάτι που φαίνεται έντονα από τα γεγονότα που περιγράφει . Δεν υπήρχαν, για παράδειγμα, γιατροί και τα παιδιά τα γεννιόντουσαν ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους με την βοήθεια μαμών. «Ευτυχώς δεν πάθαμε ποτέ τίποτα» λέει χαρακτηριστικά η ίδια και συμπληρώνει σχετικά «Τον έναν μου τον γιό, τον Λάμπρο τον γέννησα με μια Πόντια μαμή έξω από το χωριό γιατί κρυβόμασταν από τους αντάρτες».
Ήταν άλλα τα χρόνια τότε, λέει πάλι. Οι γυναίκες ήταν υπο, την δύναμη την είχαν οι άντρες. Οι δουλειές που κάνανε ήταν πολλές και δεν τολμούσανε να πούμε «όχι». «Αν δεν ήθελες παιδιά να μην παντρευόσουνα» μας λέγανε.
Θυμάται συγκεκριμένα για τον γάμο της
«Θυμάμαι τα χρόνια που παντρεύτηκα. Ήταν πόλεμος τότε. Οι αντάρτες ήταν στο χωριό μας και ήθελαν να πάρουν τον αντρα μου μαζί με τους άλλους που έπαιρναν τότε για να έχουν περισσότερους πολεμιστές. Τελικά δεν τον πήραν λόγω κάποιων δυσκολιών και καταφέραμε να παντρευτούμε και να είμαστε μαζι. Δεν ήθελα, βέβαια, να παντρευτώ –συμπληρώνει- αλλά με πάντρεψαν με προξενειό και με πάντρεψαν και μικρή στα 24 μου.»
Θυμάται και τα προικιά της που ήταν λίγα, αλλά καλά όπως λέει η ίδια και επικρίνει και την σημερινή εποχή κατά την οποία δεν ισχύουν αυτά τα έθιμα. «Τότε φτιάχναμε πολλά προικιά, τώρα δεν κάνουν τίποτα. Φτιάχναμε κουβέρτες, φλοκάτες, τσώλια τα λέγαμε τότε. Εγώ δεν είχα πολλά γιατί παντρεύτηκα μικρή. Δεν πρόλαβα να φτιάξω πολλά. Ήταν λίγα, αλλά «φρέσκια». Τα προικιά, μάλιστα τονίζει, για να φτιαχτούν χρειάζονται χρόνια, πολλή δουλειά, μεράκι και κόπο.»
Η ζωή στο χωριό, οι διασκεδάσεις και η διατροφή
Μιλάει, ακόμη, η κυρα Ρίνη για τις απλές χαρές της καθημερινής ζωής, τις μικρές στιγμές διασκέδασης και ξεγνοιασιάς που τους έδιναν δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα που έδιναν.
«Περνάγαμε και ωραία τότε, δεν είχαμε πολλά, αλλά διασκεδάζαμε. Βοσκούσαμε τα ζώα και τραγουδούσαμε, παιζαμε με τις φλογέρες. Χτύπαγαν τα κουδούνια από τα ζώα και διασκεδάζαμε όλοι μαζί. Παίζαμε και πολλά παιχνίδια έξω κάποια από αυτά ήταν η μπάλα και ένα άλλο που το λέγαμε τσιλίκια».
Αλλά μιλάει και για τις δυσκολίες της καθημερινότητας που αντιμετώπιζαν. «Για να πάμε από εδώ, από το Τροβάτο στην Κατοχή (Αιτωλοακαρνανία) κάναμε μια εβδομάδα περίπου», κάτι που όπως λέει η ίδια δεν ήταν πολύ. «Μέχρι να φτάσουμε κοιμόμασταν σε σκηνές σαν αυτές που είχαν οι φαντάροι. Όταν κουραζόμασταν σταματούσαμε, ξεκουραζόμασταν, αρμέγαμε τα πρόβατα και έπειτα συνεχίζαμε.»
Επιπλέον, αναφέρεται στην υγιεινή διατροφή που έκαναν τότε, στα αγνά προιόντα που κατανάλωναν και ίσως αποτέλεσαν και έναν από τους παράγοντες που την βοήθησαν να φτάσει τα 104.
«Η διατροφή μας ήταν πολύ καθαρή. Τρώγαμε τα πιο αγνά και καθαρά φαγητά. Γιαούρτι, πίτες, γάλα, τσαλαφούτι και ο,τι έβγαζε η γη. Εγω έφτιαχνα πολύ ωραία πίτα, κουσιμάγια που ήταν τυρί στο τηγάνι και γινόταν γλύκο. Τον χειμώνα το φαγητο το παίρναμε μαζί μας στο βουνό και το τρώγαμε εκεί έξω.»
Η μετανάστευση
Πολλοί κάτοικοι από το χωριό έφυγαν. Παρά το γεγονός πως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το χωριό αυτό ήταν κωμόπολη, στα δικά της χρόνια ήταν ένα μέρος φτωχό. Ο φόβος των Τούρκων τους έκανε να πάνε σε αυτά τα ορεινά μέρη για να προστατευτούν.
«Δεν υπήρχαν αμπέλια και ελιές για να μπορέσει ο κόσμος να ζήσει. Κάποιοι πήγαν στο Αγρίνιο και οι περισσότεροι έφυγαν για την Αμερική. Όταν, μάλιστα, κάποιος έφευγε για την Αμερική όλο το χωριό προσευχότανε να είναι καλά και να περάσει καλά εκεί που θα πάει.»
Το θαύμα του Τιμίου Σταυρού
Τέλος, δεν μπορούσε να μην αναφερθεί στον Τίμιο Σταυρό που βρίσκεται στο χωριό της και να διηγηθεί ένα θαύμα Του.
«Στο χωριό μας έχουμε στην εκκλησία ένα κομμάτι ξύλου από τον Τίμιο Σταυρό. Οι κλέφτες που ήταν τότε εδώ και φύλαγαν τα βουνά βρήκαν έναν καλόγερο που κουβαλούσε ένα κουτί που είχε μέσα τον Σταυρό. Στον δρόμο έκατσαν να ξεκουραστούν αλλά όταν πήγαν να σηκωθούν το κουτί είχε γίνει πολύ βαρύ και δεν μπορούσαν να το μετακινήσουν. Προσπάθησαν όλοι αλλά δεν τα κατάφεραν. Τότε κατάλαβαν ότι πρόκειται για θαύμα μεγάλο. Τον γύρισαν πίσω στην εκκλησία και ο,τι χρυσό είχαν επάνω τους το στόλισαν στον Τίμιο Σταυρό. Από τότε τον τιμούμε όλοι. Η οικογένειά μου, μάλιστα, ήταν πολύ δεμένη με τον Τίμιο Σταυρό που είχαμε εδώ στο χωριό μας.»