Όνομα: Αριστείδης Σπυρίδωνος Λάϊος
Ιδιότητα: ζωγράφος
Τόπος καταγωγής: Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας
Τόπος διαμονής: Πάτρα, Μόναχο, Αθήνα
Ο Αριστείδης Λάϊος γεννήθηκε στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας τον Σεπτέμβριο του 1873. Οι γονείς του ήταν αγρότες και είχαν αποκτήσει 13 παιδιά. Ο Αριστείδης ήταν το προτελευταίο. Έφυγε από το χωριό πολύ μικρός, σε ηλικία περίπου 13 χρόνων και με την οικονομική βοήθεια που το προσέφερε ο μεγαλύτερος αδερφός του πήγε στην Πάτρα. Εκεί, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη μέση εκπαίδευση.
Πάτρα
Αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική και όταν είχε ελεύθερο χρόνο «χανόταν» στις δημιουργίες του. Μάλιστα, τα έργα του, τα έπαιρνε ο δάσκαλός του και κοσμούσε με αυτά τους τοίχους του σχολείου. Έτσι, ένα από τα νεανικά του έργα, το οποίο ο δάσκαλός του είχε εκτιμήσει πάρα πολύ ήταν και το λιμάνι της Πάτρας που ζωγράφισε όπως ακριβώς το έβλεπε από το δωμάτιό του. Η οικογένεια που τον φιλοξενούσε είχε εκτιμήσει πολύ το χαρακτήρα του και τη φιλομάθειά του ώστε ο οικοδεσπότης ήθελε να τον σπουδάσει οδοντογιατρό, επάγγελμα το οποίο ασκούσε και ο ίδιος.
Όταν ο κηδεμόνας του επισκέφτηκε το σχολείο για να ενημερωθεί για την επίδοση του νεαρού φιλοξενούμενού του άκουσε επαίνους για αυτόν και απόρησε όταν του έδειξαν τα ζωγραφικά του έργα. Έτσι πείστηκε πως δεν μπορούσε να επιμείνει στην άποψή του για το μέλλον του νεαρού καλλιτέχνη. Όταν ο Αριστείδης του εξέφρασε την επιθυμία να πάει στην Αθήνα για να μπει στη σχολή Καλών Τεχνών και να γίνει ζωγράφος δεν του έφερε αντίρρηση. Του σύστησε κάποια άλλη φιλική οικογένεια στην Αθήνα που θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει και να τον βοηθήσει.
Ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών. Πολλά έργα του βραβεύονται, αριστεύει στη σχολή. Ένας από τους καθηγητές του ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας. Πληροφορίες για τα βραβευμένα έργα του παίρνουμε από την εφημερίδα Άστυ της δεκαετίας του 1890. Μάλιστα, η φιλομάθειά του και η αγάπη του για την τέχνη τον οδηγεί να γραφτεί και στα τμήματα γλυπτικής και χαρακτικής.
Μόναχο
Σημαντικό ήταν πως μετά την αποφοίτησή του συνεχίζει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, η οποία ήταν από τις σημαντικότερες της εποχής. Σε αυτήν μαθήτευσαν διάσημοι δημιουργοί όπως ο Δημήτριος Γερανιώτης, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Κλάους Μπέργκεν, Πάουλ Κλέε κ.ά. Κύριο καθηγητή μεταξύ άλλων είχε τον Νικόλαο Γύζη που και ο ίδιος υπήρξε μαθητής της σχολής.
Παρά τις οικονομικές –και όχι μόνο- δυσκολίες κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Μετά το πέρας των σπουδών του, λοιπόν, και αφού πλέον εργαζόταν κτάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Αλλαγή στη ζωή του
Το 1900 γυρίζει στην Ελλάδα όμως κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει από τη ζωγραφική ή τη γλυπτική. Δούλεψε για λίγο χρόνο σαν χαράκτης αλλά τελικά επέστρεψε πάλι στη Γερμανία όπου και παρακολούθησε τη σχολή γραφικών Τεχνών. Παράλληλα εργαζόταν σαν φωτογράφος. Το 1906 επιστρέφει οριστικά με σκοπό να ανοίξει δικιά του επιχείρηση. Με τις οικονομίες του και με ενίσχυση από κάποιον ανώνυμο ευεργέτη που είχε εκτιμήσει πάρα πολύ το έργο και το χαρακτήρα του ανοίγει το εργαστήριό του.
Παράγγειλε τα απαραίτητα μηχανήματα από τη Γερμανία ανοίγοντας έτσι ένα σύγχρονο για την εποχή εργαστήριο στην Αθήνα. Εργαστήριο ζωγραφικής, γλυπτικής, φωτογραφίας. Η μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα η οποία αρχίζει μερικά χρόνια αργότερα περιορίζει σιγά-σιγά το αντικείμενο του εργαστηρίου του. Καταλήγει τελικά σε φωτοτσιγκογραφείο.
Ο χαρακτήρας του
Χρησιμοποιούσε πολλές φορές ως μοντέλα του ανθρώπους που ανήκαν στις οικονομικά ευπαθείς με σκοπό την παροχής βοήθειας προς αυτούς. Χαρακτηριζόταν από υπομονή, επιμονή, καλοσύνη αλλά και αυστηρότητα. Τόση, ώστε να γίνεται σεβαστός από όλους ανεξάρτητα. Η μικρόσωμη εμφάνιση του ερχόταν σε αντίθεση με την υπερβολική του οξυδέρκεια. Ανέλυε χαρακτήρες και έβγαζε συμπεράσματα που σπάνια έπεφταν έξω. Το πράο, και μερικές φορές πονηρά αδιάφορο, βλέμμα του αποκρυπτογραφούσε τις απόκρυφες σκέψεις των συνανθρώπων του.
Απέφευγε να λέει πολλά και πάνω από όλα απέφευγε την επίδειξη και τις κοινωνικές σχέσεις. Τις θεωρούσε ανούσιες και χωρίς κανένα όφελος για την ουσία της Τέχνης που υπηρετούσε. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε να έχει πολλούς και αγαπητούς φίλους. Είχε πίστη στο Θεό και χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη του φιλοπατρία. Πονούσε για κάθε δυσάρεστη κατάσταση της πατρίδας του και έζησε πολλούς πολέμους, επαναστάσεις.
Το έργο του
Δεν ήταν εξειδικευμένος μόνο στα πρόσωπα, ήταν και αγιογράφος. Ο Λάϊος ζωγράφιζε τοπία αλλά και πολλά γυμνά σώματα. Δεν ήθελε να κάνει την τέχνη του βιοπορισμό. Η επιδίωξη κέρδους, καθώς και η ικανοποίηση της φιλοδοξίας, τον άφηναν αδιάφορο.
Πίστευε πως η τέχνη πρέπει να είναι μακριά από τέτοια είδες επιδιώξεις. Ίσως, αυτός ήταν ο λόγος που δεν άφησε και πάρα πολλά έργα. Κάποια από τα οποία παραμένουν στη Γερμανία. Άλλα έμειναν στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Μερικά είχε δωρίσει στο μοναστήρι της Καστριανής στην Κέα, τα οποία πουλήθηκαν για να γίνουν ξενώνες.
Αγιογραφίες για τέμπλο είχε φιλοτεχνήσει και για την εκκλησία του χωριού του στο Μεγάλο Χωριό. Μετά το θάνατό του δόθηκαν σε δωρεά και στολίζουν τα τέμπλα του Αγίου Γερασίμου. Πολλά ακόμα έργα του, είχε χαρίσει σε φιλικές του οικογένειες στην Αθήνα. Ακόμη, Η τεχνοτροπία του ήταν εμπνευσμένη από τη φύση.
Τα τελευταία χρόνια
Μέχρι τα βαθιά σου γηρατειά, ο Αριστείδης Λάϊος διατηρούσε μία παράξενη επιβλητικότητα. Αγαπούσε τους φίλους του και τους συνεργάτες του. Αρκετοί από αυτούς μεταξύ των οποίων ο εκδότης Σκώκος και ο ζωγράφος Βικάτος συνέχισαν να έχουν επικοινωνία μαζί του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Σε εκθέσεις ζωγραφικής δεν έλαβε μέρος. Όμως, το 1907, έργα του χαρακτικής βραβεύτηκαν στην έκθεση του Μπορντό και το 1912 έργα τσιγκογραφίας πήραν το χρυσό βραβείο σε έκθεση της Αλεξάνδρειας. Ο Αριστείδης Λάϊος απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών στις 12 Μαΐου 1965. Στα τελευταία του χρόνια έζησε μία ήσυχη ζωή ασχολούμενος με τη ζωγραφική και τον κήπο του. Η όρασή του είχε εξασθενίσει υπερβολικά και το 1964 δεν έβλεπε παρά μόνο σκιές. Πέθανε από φυσικά γερατειά. Κάποια από τα έργα του βρίσκονται στην προσωπική συλλογή της οικογενείας του.
(Πηγή: maxmag.gr)