Όνομα: Δημήτριος Χαλαστάνης
Ιδιότητα: Προγραμματιστής
Τόπος καταγωγής: Φουσιανά Ευρυτανίας
Τόπος διαμονής: Bad Liebenzell Deutschland
Ένας Ευρυτάνας που μετανάστευσε στη Γερμανία πριν μία δεκαπενταετία και ανακάλυψε μία δεύτερη Ευρυτανία εκεί… Η διήγησή του για το Liebenzell μάς δημιουργεί αισθήματα οικειότητας και εντοπιότητας…
‘‘Το νερό βγαίνει παγωμένο από τη βρύση, κατευθείαν από την πηγή. Μέσα στον ελατιά και τις φτέρες, ζούμε σε μια πλαγιά με θέα. Την ημέρα χαζεύουμε τα σύννεφα, τα πουλιά, ακούμε το ποτάμι που κυλάει. Το πρωί έχει κοτσύφια, το μεσημέρι σουλατσάρουν γεράκια και αετοί και σιωπάει η πλάση. Όλα τα ζώα κρύβονται. Το βραδάκι βγαίνουν οι καρακάξες. Τη νύχτα ατελείωτα αστέρια. Το καλοκαίρι κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα και ακούμε το ρέμα, τα τριζόνια, πού και πού τις κουκουβάγιες και τις αλεπούδες. Όπως στο χωριό δηλαδή. Φτέρες και έλατα, μπράσκες ζαρκάδια, αλεπούδες, καθημερινό φαινόμενο. Μόνο λύκο δεν έχουμε. Επίσης, στο κινητό δεν έχει σήμα, και σε κάθε στροφή χάνεται και επανέρχεται το ράδιο. Καμία σχέση με τα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Σαν τον παππού κι εγώ, παίρνω την κόρη μου, αφήνουμε τα δημόσια και πιάνουμε τα μονοπάτια μέσα στο βουνό. Πρώτη στάση η δεξαμενή. Δεύτερη η πηγή. Τρίτη η καλύβα του Δασάρχη. Όταν έχει ησυχία, κάνουμε τις κουκουβάγιες δυνατά και ακούμε τον αντίλαλο από την απέναντι πλαγιά. Ευτυχώς δεν έχουμε φίδια, αλλά έχει τα πιο επικίνδυνα τσιμπούρια.’’
ΕΠ. κ. Χαλαστάνη, μετά από αλλεπάλληλες μετακομίσεις, πλέον ο τόπος κατοικίας σας είναι το Liebenzell, το οποίο χαρακτηρίζετε ως ‘Το Καρπενήσι του Μέλανα Δρυμού’. Ποια στοιχεία του σας θυμίζουν το τόπο καταγωγής σας;
ΔΧ. To Kαρπενήσι είναι μια μοναδική πόλη. Καθορίζεται από τη φύση που το περιβάλλει, οι κάτοικοί του είναι κομμάτι της. Το ίδιο ισχύει και για το Liebenzell. Τα στοιχεία της φύσης, η γεωμορφολογία και η βιοποικιλότητα καθορίζουν τον τόπο και τους ανθρώπους. Το κλίμα και η εποχή δίνουν τον ρυθμό στα δέντρα, τα πουλιά, δίνουν ζωντάνια. Επιβάλλονται στην διάθεση των ανθρώπων, δημιουργούν ευκαιρίες και περιορισμούς, έχουν τον τελευταίο λόγο. Δεν το συναντάς αυτό στο αστικό τοπίο. Εκεί, ο άνθρωπος αλαζονικά θεωρεί πως έχει τον απόλυτο έλεγχο.
Παρατηρώ πολλές ομοιότητες ανάμεσα στο Liebenzell και το Καρπενήσι: οι άνθρωποι με τα κόκκινα μάγουλα από το κρύο, τα παρατσούκλια, η αμεσότητα ανάμεσα στον κόσμο. Παράλληλα, λόγω των θερμών ιαματικών λουτρών και τις εγγύτητας στο Χιονοδρομικό Κέντρο, το μέρος μού φέρνει στον νου ακόμα πιο πολύ το Καρπενήσι. Φυσικά η Nagold, το κύριο ποτάμι που διατρέχει τη λαγκάδα, δεν είναι άδεια: γεμάτη φρέσκια πέστροφα. Σας θυμίζει κάτι;
ΕΠ. Κατάγεστε από την Πρασιά Ευρυτανίας αλλά μεγαλώσατε στην Αθήνα και τη Γερμανία. Τι αναμνήσεις διατηρείτε από τα παιδικά σας χρόνια στο χωριό;
ΔΧ. Το χωριό ήταν μια ξεχωριστή διάσταση ζωής. Από την προετοιμασία για το φευγιό, το ταξίδι, μέχρι και την άφιξη, όλα είναι ένα συναισθηματικό σκαμπανέβασμα, Σαν τη διαδρομή, που ‘χει από όλα: κάμπους, λαγκάδες, γιοφύρια, διάσελα και πολλές στροφές. Ένα χωριό όπου όλοι ξέρουν τίνος είσαι, και εσύ δυσκολεύεσαι να θυμηθείς τον βαθμό συγγένειας. Τόπος συνάντησης απανταχού συγγενών και φίλων. Το αποκορύφωμα: το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Πανγκύρ’, χορός γέλια κεράσματα. Το Πάσχα έντονο με το λαμπάδιασμα του Φάνου. Μεθυσμένοι απ’ τα κεράσματα, πόρτα – πόρτα όλο το χωριό, κάποιον Γιώργο θα χαίρονται, μας κερνάνε. Η καθημερινότητα λιτή αλλά απαιτητική: Μάζεμα τα πρόβατα, άρμεγμα, κουβάλημα, λιθάρια και τριφύλλια, το βράδυ στο καφενείο για δηλωτή, ιστορίες, τραγούδια και τσίπουρο. Επιστροφή στην πόλη με γεμάτο πορτμπαγκάζ, γεμάτο πορτοφόλι και γεμάτη καρδιά.
ΕΠ. Το 2011 μετακομίζετε στη Γερμανία για σπουδές, μία απόφαση αρχικά προσωρινή που στην πορεία έγινε μόνιμη. Πώς είναι η ζωή εκεί;
ΔΧ. Σαν να ‘ναι της μοίρας του Ευρυτάνα να ξενιτεύεται. Η ζωή έχει άλλο ρυθμό, άλλους στόχους κι άλλα εργαλεία να τους πετύχεις. Όπως ο πατέρας μου άφησε τα έτοιμα στο χωριό, για να πάει στην πόλη, έτσι επανέλαβα κι εγώ. Ευτυχώς τα πράγματα ήρθαν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα, έκανα οικογένεια, εργάζομαι και κοιτάζω το μέλλον αλλιώς. Φυσικά και η Ελλάδα είναι αλησμόνητη, αλλά η ανεμελιά η παιδική είναι πια μια ανάμνηση. Κατάφερα να προσαρμοστώ και παράλληλα να κρατήσω την ταυτότητα μου μέσω της πολιτιστικής κληρονομιάς που έλαβα και θα παραδώσω.
ΕΠ. Η Ελλάδα πλέον είναι τόπος αναμνήσεων και παραθερισμού; Πώς αισθάνεστε κάθε φορά που επιστρέφετε;
ΔΧ. Έχοντας κλείσει πλέον 15ετια, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Η μοίρα δε μου φέρθηκε άσχημα όσο λείπω. Νιώθω ότι στην Ελλάδα με περιμένει ακόμα να ζήσω, μια ζω που δεν έζησα σαν ενήλικας. Βέβαια, στην γωνία με περιμένει επίσης η καχεξία του όλου συστήματος, οπότε και ευθυγραμμίζομαι πάραυτα. Πιο πολύ μου λείπει η απλή Ελλάδα του παρελθόντος, με τους ανθρώπους που έφυγαν όσο λείπω, την ξεγνοιασιά, τα κεράσματα και την αισιοδοξία. Αυτά σαν να φύγαν όπως έφυγα και εγώ. Αν γυρίσουν, τότε με βλέπω και εμένα να επιστρέφω. Την τελευταία φορά που πήγα στο χωρίο, είχαν αλλάξει πολλά. Φτιάχτηκε η πλατεία, έπεσε άσφαλτος, μέχρι και ίντερνετ πιάνει το κινητό. Σαν να άργησαν όμως όλα αυτά, οι νέοι έφυγαν για την πόλη, οι παλιοί έφυγαν επίσης. Κανείς δεν τα χαίρεται. Όμως η φύση παραμένει εκεί, μαζί με τις αναμνήσεις. Ο επόμενος μου στόχος είναι να φέρω άγρια ρίγανη από το χωρίο και να την φυτέψω εδώ, στον κήπο. Οι καιρικές συνθήκες είναι παρόμοιες, για να δούμε αν θα πιάσει. Όλα αυτά βγάζουν μια γλυκόπικρη γεύση, την οποία όμως εμμονικά αναζητάω.
ΕΠ. Ο πατέρας σας, κ. Βασίλης Χαλαστάνης, ως ιστορικός και συγγραφέας έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη λαογραφική παράδοση και ιστορία της Ευρυτανίας. Κουβαλάτε κι εσείς κάποιο αντίστοιχο ‘μικρόβιο’;
ΔΧ. Φυσικά. Λατρεύω τους χάρτες, τη διπλωματία, τη γεωπολιτική και την ιστορία. Μπορεί να σπούδασα Πληροφορική, αλλά τα προαναφερθέντα είναι επίσης όλα δεδομένα. Προσπαθώντας να τοποθετηθώ στα ξένα, ανακαλύπτω συνδέσεις ιστορικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές των ανθρώπων με τον τόπο τους. Μαθαίνω τις διαλέκτους των Γερμανών, μιλάω την ντοπιολαλιά τους. Φαινομενικά δεν έχουν οι Γερμανοί έντονη λαογραφία, αλλά, αν θες να πλησιάσεις κάποιον, πρέπει να τον κατανοήσεις πρώτα.