Συνέχεια…
Ο ναός του καφέ ήταν το καφενείο. Πολλά τέτοια λειτουργούσαν στην παραδοσιακή κοινότητα. Όπως λέγεται μέχρι «καφέ-αμάν» και «καφέ σαντάν» λειτούργησαν, που νόθευσαν με λίγη αμαρτία την αγνή μονογαμική ή αγαμική ερωτική ζωή των διψαλέων τσοπάνηδων.
Μια πάγια και ανελαστική δαπάνη σε κάθε σοβαρό οικογενειακό προϋπολογισμό ήταν τα «φοραβία» του νοικοκύρη, δηλαδή τα έξοδα που έκανε στο καφενείο για καφέδες και τσίπουρα.
Ένας απ΄ αυτούς ήταν κι ο Σαλούφας από το χωριό, ο οποίος είχε δυο αδυναμίες: του άρεσε ο καφές αλλά ο κωδικός των φοραβίων στον προϋπολογισμό του ήταν μηδέν. Έτσι όλο το χειμώνα έπινε καφέ βερεσέ. «Θα σε πληρώσω την άνοιξη που θα πουλήσω τα κατσίκια» έλεγε στον καφετζή. Ήρθε η άνοιξη, πούλησε τα κατσίκια αλλά τα χρήματα δεν έφταναν να ξοφλήσει τα χειμωνιάτικα φοραβία. Μια, δυο φορές του είπε ο καφεντζής, τρίτη φορά απείλησε κι ο Σαλούφας συνέχεια του έλεγε: «Περίμενε», ώσπου μια μέρα που η Σαλούφαινα πέρναγε με το γομάρι της τη βλέπει ο καφετζής και της το κατέσχεσε. Όλο το καλοκαίρι φορτωμένη ζαλίγκα η Σαλούφαινα μονολογούσε κι έλεγε: «Όλο το χειμώνα ρούφα – ρούφα ο Σαλούφας πάει το γ΄μάρ΄».
Το κέρασμα του καφέ και περισσότερο η συμποσιαστική πόση αυτού αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για σύσφιξη των σχέσεων και για συμφιλίωση, χωρίς τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα οινοποτικά συμπόσια.
Παλιότερα ήταν χωρισμένα τα καφενεία σε «αριστερά» και «δεξιά», πολύ περισσότερο από σήμερα. Μια φορά ο Υπενωματάρχης του χωριού, σε ένδειξη μιας συμφιλιωτικής χειρονομίας, πήγε στο αριστερό καφενείο και παρήγγειλε τον καφέ του. Στη δεύτερη γουλιά ήρθε στο στόμα του μια ψόφια μύγα. Νευριασμένος λέει στο καφεντζή:
– Γιατί έριξες τη μύγα στον καφέ μου;
– Δεν την έριξα εγώ αυτή αποφάσισε να αυτοκτονήσει στον καφέ σου, θα σου φέρω άλλον. Του απαντά ο καφετζής.
– Τι να σε κάνω μπορεί να είσαι αριστερός, όμως είσαι καλός άνθρωπος, αλλιώς θα σε κανόνιζα, αποφάνθη το όργανον .
Ο Έλληνας –και ο Ευρυτάνας- έπινε και πίνει καφέ ακατάσχετα. Αυτή του την αδυναμία εκμεταλλεύεται το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ελλήνων –και των Καρπενησιωτών- όπου καταστήματα πώλησης καφέ, οινοπνευματωδών και λοιπών αναψυκτικών (καφετέριες και καφενεία), κατακλύζουν τη χώρα –και το Καρπενήσι. Επειδή οι καφενόβιοι πότες, λόγω κρίσης, όλο και λιγοστεύουν και τα μαγαζιά όλο πληθαίνουν, οι ανάγκες κάποιας κερδοφορίας επιβάλλουν την υποβάθμιση της ποιότητας του σερβιριζόμενου καφέ, που πολλές φορές συναγωνίζεται τον παραδοσιακό ευρυτανικόρεβυθοκαφέ και βέβαια με… παράλληλη αύξηση της τιμής του-
Η περιπόθητη οικονομική ανάπτυξη του ευλογημένης μας χώρας περνάει μέσα από τα καφενεία, τις καφετέριες και τα καφωδεία.