Λίγο μετά τα μέσα του Μαγιού στη Στάνη των Γιαννακαίων, στο παλιό μαντρί του Γιαννακάκη (Γιαννάκη Κ. Γιολδάση), κάτω από αιωνόβια έλατα γινόταν το κούρεμα του κοπαδιού του Λάμπρου Γιαννακόπουλου.
Οι φωτογραφίες μολογούν ιστορίες το 1965 και το 1984 που δύσκολα γράφονται στο χαρτί. Κάθε μία, κρύβει χίλιες λέξεις…
Το Κούρεμα ενός κριαριού
Τα πρόβατα πρωί-πρωί κατάβαιναν από τα Λαχίδια (το καλύβι στην Ιτιά) και κλείνονταν στο μαντρί. Από πολύ πρωί έρχονταν οι κουρευτάδες συγγενείς και φίλοι, κτηνοτρόφοι ή μη, άρχιζαν τα καλωσορίσματα, τα κεράσματα, το διάλεγμα των ψαλιδιών και στη συνέχεια ο Λάμπρος έδινε το σύνθημα με μια ντουφεκιά με το καρυοφίλι του Γιαννακάκη, και το κούρεμα έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα με αστεία και πειράγματα και στο τελειωμό του άναβε το γλέντι. Όταν και το τελευταίο ζώο έφευγε από τα χέρια του κουρευτή και τα ψαλίδια σταμάταγαν, έπεφταν οι πρώτες ντουφεκιές από τον Μπάρπα Αλέξη (πατέρας του Λάμπρου) για τη χαρά της νέας εποχής, δηλαδή του καλοκαιριού και ευχές για καλό καλοκαίρι και του χρόνου. Δίπλα, πάνω σε πελώριες ίσιες πέτρες-πλάκες ήταν στρωμένο το τραπέζι, πάνω σε μάλλινες υφαντές τσέργες, με ψητό και κουκορέτσι, με πίτες, με γιαούρτι και μπόλικο κρασί. Τα μικρά παιδιά γύριζαν τις σούβλες κάτω από τις οδηγίες των γεροντοτέρων και οι γυναίκες, αν δεν κούρευαν, είχαν όλα έτοιμα γι’ αυτήν τη γιορτινή την ώρα, γι’ αυτό το πανηγύρι των βλάχων.
‘‘Εκεί καθισμένοι γύρω-γύρω σταυροπόδι έτρωγαν, έπιναν και τρουδούσαν, ως αργά το απόγευμα.
Σε τούτη ντάβλα πού μαστε, σε τούτο το τραπέζι,
Φίλοι μ’ καλωσορίσατε, να φάμε και να πιούμε.’’
Και άλλα δημοτικά, συνήθως κλέφτικα τραγούδια αντηχούσαν ως εκδήλωση χαράς, για τον χειμώνα που πέρασε και ευχές για καλό ξεκαλοκαίριασμα στο βουνό.
Η Λάμπραινα (Παρασκευή Ι.Γιολδάση) στο πουκάρισμα
Ο Κούρος έχει ξεχωριστό του συμβολισμό στους βλάχους (όπως αποκαλούνταν οι κτηνοτρόφοι στα Ψιανά) είναι φυσική και πατροπαράδοτη διαδικασία. Διαδικασία που αρχίζει από τα χειμαδιά το τέλος του Μάρτη με το Κουλοκούρισμα. Στο τέλος Μαρτίου ή αρχές Απριλίου, έκαναν το κουλούριασμα ή κουλουκούρεμα, δηλαδή έκοβαν με το πρατοψάλιδο τα μαλλιά που σκέπαζαν τους μηρούς, την κοιλιά, το στήθος. Με αυτόν τον τρόπο, ανακουφιζόταν το ζώο. Ο Κούρος ήταν σωστό πανηγύρι για το τσελιγκάτο. Συμμετείχε όλη η οικογένεια του τσέλιγκα, οι γειτόνοι, οι συγγενείς, ακόμη και από κοντινά ή μακρινά χωριά ή στανοτόπια. Οι γυναίκες βοηθούσαν στο πουκάρισμα ή να κάνουν πουκάρια. Ακόμη χωρίζαν τα πουκάρια σε κατηγορίες εκείνα που κρατούσαν για τις ανάγκες τους σπιτιού τους (τσουράπια, φανέλες, ζελέδες, υφαντά για παντελόνια και πατατούκες, τσόλια, τσέργες, κτλ).
Γυρίζοντας και πάλι στο τραπέζι του κούρου, όλοι έτρωγαν ψητό, έπιναν κρασί και τραγουδούσαν με το στόμα, χωριστά οι άντρες και χωριστά οι γυναίκες. Τραγούδια κλέφτικα, της στάνης, του χωρισμού, κτλ. “σε τούτη τάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι κτλ. Φίλοι καλωσήρθατε σαν το καλό του χρόνο, παίρνουν να ανθίσουν τα κλαριά, σήκω απάνω Γιάννο μου, τρεις σταυραετοί (τραγούδι του μπάρπα Αλέξη) κτλ.”. Και αργά το βράδυ καθένας γύριζε στο κοπάδι του.
Οι κουρευτάδες σε δράση. Ο Λάμπρος, ο Βαγγέλης Φώλος, η Κούλα, ο Γιάννης Γιαννακόπουλος και ο μπάρπα Αλέξης, φοράει το μπουραζάνι του, διακρίνεται το μουστάκι του καθώς και ο Δ. Καραμπέτσας.