Ο λεγόμενος γλυκός τραχανάς ήταν το εκλεκτό ποίημα των χειρών της ευρυτάνισσας νοικοκυράς κι ένα σύνηθες θρεπτικό πρωινό του Ευρυτάνα νοικοκύρη. Το καλό ήταν ότι κάποιος τον έβρισκε σ΄ όλα τα σπίτια και το κακό ότι μπορούσε -και μπορεί- εύκολα να τον βρει και σ΄ ανθρώπινα κεφάλια. Ο «τραχανάς» ως κοσμητικό επίθετο χαρακτηρίζει κάποιον, που το μυαλό του είναι τόσο συγκροτημένο και διαμορφωμένο όσο οι κόκκοι του τραχανά μέσα στον τραχανολαπά. Ο τραχανοχάφτης ήταν ομογάλακτος αδερφός του χαφταλεύρη.
Η τούρκικη λέξη tarhana -κατά μία εκδοχή- σημαίνει το οικιακό ζυμαρικό. Αρκετά ζυμαρικά εποίει μια προκομμένη νοικοκυρά, όμως το τούρκικο όνομα του γένους των οικιακών ζυμαρικών σφετερίστηκε ο τραχανάς. Ισότιμη θέση στη γκάμα των «ταρχανάδων» κατέχουν οι χυλοπίτες ή χυλόπιτες. Οι ομογάλακτες του τραχανά χυλοπίτες έδωσαν το όνομά τους –ως χυλόπιτες- στις ερωτικές αποτυχίες. Είναι ένα είδος εδέσματος, που όλοι έχουμε γευτεί, είτε ήμασταν «τραχανάδες» είτε όχι. Εάν μαρτυράγαμε την αλήθεια στον τομέα των χυλόπιτων, όλοι –λίγο πολύ- θα λεγόμασταν «χυλοπιτάδες».
Σχετικά δύσκολο πράμα να φτιάξεις τραχανά, εύκολο και γρήγορο όμως να τον μαγειρέψεις, Ακόμα πιο δύσκολο να φτιάξεις χυλοπίτες και δυσκολότατα να τις χωνέψεις… ως χυλόπιτες. «Έχω τραχανά απλωμένο» έλεγαν, περί το τέλος του καλοκαιριού, τον παλιό καλό καιρό, οι γυναίκες όλης της επικράτειας. Ακολουθώντας πιστά, παμπάλαιες συνταγές αιώνων, παρασκεύαζαν με τρόπο ξεχωριστό χειροποίητους τραχανάδες: γλυκός και ξινός τραχανάς και μπλουγούρι. Η ευρυτανική τραχανοποιία διέπρεπε στο γλυκό τραχανά. Οι ευρυτανικοί –ίσως και οι… Ευρυτάνες- τραχανάδες αποτελούν άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά και ευκαιρία για άλλο ένα –ανάμεσα στ΄ άλλα- ΠΟΠ εξαγώγιμο προϊόν μας!
Η διαδικασία της τραχανοποιίας, που ήταν συνήθως συλλογική, ήταν απλή και ποιητική, που τη ζωπύρωνε και την ολοκλήρωνε ο εσμός των αλευρωμένων κυράδων. Στο τιτίβισμα του κουτσομπολιού τους παρελαύναν όλοι οι ερωτικοί τραχανοχάφτες και χυλοπιτάδες της περιοχής και ταυτόχρονα άλλοι επίδοξοι τοιούτοι ακροβολίζονταν στα γύρω μετερίζια. Με σκληρό σιταρένιο αλεύρι και κατσικίσιο γάλα έφτιαχναν το ζυμάρι. Στη συνέχεια το έτριβαν στο ρεμόνι και γίνονταν οι σβώλοι του τραχανά. Τους άπλωναν στον ίσκιο, πάνω στο μαλλινοσέντονο του κρεβατιού για μια βδομάδα. Μετά τον κοσκίνιζαν για να φύγει το αλεύρι, τον άπλωναν για άλλη μια βδομάδα και τέλος τον αποθήκευαν σε πάνινη σακούλα.
Παράλληλη ήταν και οι διαδικασία των χυλοπιτών. Έπλαθαν τη ζύμη με αλεύρι, αυγά και γάλα και στη συνέχεια την άνοιγαν σε φύλλα, τα οποία άπλωναν, όπως στον τραχανά και όταν ξηραίνονταν τα έσπαγαν με το χέρι και τα αποθήκευαν δίπλα στον τραχανά. Με το ζυμάρι του τραχανά, αλλά και των χυλοπιτών, οι νοικοκυρές ευκαιριακά έφτιαχναν τα εκλεκτά μπιρμπιλόνια για πρωινό. Τούτα ήταν μια εξευγενισμένη μορφή του αλήστου μνήμης κουρκουτιού. Η ιεραρχία των χυλών ήταν κουρκούτι, μπιρμπιλόνια και ο βασιλεύς Τραχανάς (στη έκπαλαι Βασιλευομένη μας Δημοκρατία ίσχυε και το αντίστροφο: ο τραχανάς Βασιλεύς). Βέβαια ο τραχανάς, όπως και οι ταπεινοί συγγενείς του, δε βάσταγαν πείνα στα πολύστροφα στομάχια των ορεσίβιων. «Το κουρκούτι ως την πόρτα ο τραχανάς ως το χωράφι» έλεγαν.