Του Γιάννη &. Υφαντόπουλου, Φιλόλογου – Λυκειάρχη
“ΑΝ ΞΑΝΑΓΟΥΡΛΙΣΕΙ γουρούνι στην πόρτα μου να μου πάρει ο διάολος τον πατέρα», έλεγε και ξανάλεγε η Μαρία Κουβέλη, η Σαμαρομάρω, όπως τη λέγαμε στο χωριό μας, όταν την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων του 1954, εγκαταλείποντας τον Έλατο και το σπίτι της, ήρθε και εγκαταστάθηκε και πάλι – με όλη τη φαμελιά της – στο μικρό σπίτι που είχε στη γειτονιά μου.
–Μεγάλο κακό έπαθα, Μήτσαινά μου, έλεγε στη μακαρίτισσα τη μάνα μου, τρίβοντας με το πάνω μέρος του χεριού της τη μύτη της, όπως άλλωστε το συνήθιζε.
Και εγώ, επτάχρονος διαβολάκος τότε, γεμάτος περιέργεια, πήγα κοντά της για να ακούσω τα καθέκαστα που έκαναν όλο το χωριό μας να ξεκαρδιστεί, για πολλές μέρες, από τα ακράτητα γέλια για το περίεργο και πολύ αστείο περιστατικό που συνέβη στο μικρό συνοικισμό του χωριού μου, τον Έλατο.
Τα Χριστούγεννα λοιπόν του 1954 διαδραματίστηκε η ιστορία μας, που μοιάζει πραγματικά με παραμύθι, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τέσσερις οικογένειες συνολικά κατοικούσαν τότε στον Έλατο, που ακολουθώντας και αυτές τα έθιμα εκείνης της εποχής, είχαν φροντίσει να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες για να γιορτάσουν φτωχικά βέβαια, αλλά σαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Έσφαξαν την παραμονή των Χριστουγέννων τα γουρούνια τους που έτρεφαν από το καλοκαίρι, ζύμωσαν καθάριο (=σταρένιο) ψωμί, ψώνισαν από το μαγαζί λάδι και πετρέλαιο για τις λάμπες, έκοψαν χλωρό πουρνάρι και αγριοκερασιά για το πάντρεμα της φωτιάς, για να φύγουν οι Καλλικάντζαροι, τα Παγανά, όπως αλλιώς τα λέγαμε, και έπεσαν νωρίς, το απόβραδο, να κοιμηθούν για να έρθουν, όσοι μπορούσαν, στην εκκλησιά με το χτύπημα της καμπάνας, τρεις ώρες προτού να ξημερώσει.
Πυκνό χιόνι είχε πέσει λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς και είχε φτάσει μέχρι τις όχθες του Κρικελοπόταμου. Και εμείς τα παιδιά, έχοντας διακόψει για τις Άγιες μέρες τα μαθήματά μας, δε λέγαμε να μαζευτούμε στα σπίτια μας. Τρέχαμε πάνω – κάτω στη γειτονιά μας, παίζοντας χιονοπόλεμο και φτιάχνοντας – σε κάθε αυλή των σπιτιών μας – και από ένα χιονάνθρωπο με ιδιαίτερη φροντίδα, τοποθετώντας στο άσπρο χιόνι κάρβουνα (μικρά και μεγάλα) ως μάτια, μύτη, στόμα και κουμπιά για τα χιονένια δημιουργήματά μας. Σ’ όποιο σπίτι έσφαζαν γουρούνι, πηγαίναμε για να πάρουμε την κύστη του – φούσκα ή κατουρίστρα τη λέγαμε – για να τη φουσκώσουμε σαν μπαλόνι, όσο έπαιρνε, και να παίξουμε μ’ αυτήν, πετώντας την όσο πιο ψηλά μπορούσαμε.
Θα ήταν περασμένες τέσσερις τη νύχτα, όταν χτύπησε η καμπάνα του Άϊ Νικόλα, της ιστορικής εκκλησιάς του χωριού μου που λειτουργούσε τότε ως ενοριακός ναός και γέμιζε κόσμο κάθε Κυριακή και κάθε χρονιάρα μέρα. Έτσι και τη χρονιά εκείνη, στα 1954, όλο το χωριό, άλλοι ανηφορίζοντας και άλλοι κατηφορίζοντας, ήρθαν να ακούσουν το «Η Παρθένος σήμερον…» και το « Η Γέννησίς σου, Χριστέ, ο Θεός ημών»… Μόνο από τον Έλατο δεν ήρθε κανένας στην εκκλησιά, χωρίς να μπορούμε να μαντέψουμε τι είχε συμβεί που κράτησε τους Ελατιώτες στα σπίτια τους. Όλοι πίστευαν ότι κάτι πολύ σοβαρό και απρόσμενο τους κλειδομαντάλωσε και τους καθήλωσε εκεί.
Ξέραμε στο χωριό μας μικροί και μεγάλοι, ότι οι Ελατιώτες ήταν προληπτικοί και πολύ φοβητσιάρηδες. Φοβούνταν ακόμα και τον ίσκιο τους. Γι’ αυτό και πολλοί συγχωριανοί μας τους είχαν σκαρώσει τέτοιες φάρσες που έκαναν να γελάει κάθε πικραμένος. Ο μπάρμπα – Γληγόρης ο Παλαιός – για παράδειγμα – που ήταν κουτσός εκ γενετής, αλλάζοντας τη φωνή του, έκανε τον Αποστόλη τον Κουβέλη και το Σταύρο τον ξάδερφό του, τον άντρα της Σαμαρομάρως, να εγκαταλείψουν μέρα μεσημέρι τα χωράφια τους, για να κλειστούν στα σπίτια τους, γιατί ο έξω απ’ εδώ, ο κουτσοδιάβολος, θέλησε να τους ξεγελάσει και να τους πάρει τη φωνή.
Συνεχίζεται…
* Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό «ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ», τεύχος 50, τον Ιανουάριο του 1999.