Πως ξεριζώθηκαν οι αγρότες των ορεινών χωριών
“…Τα χωριά εκείνες τις μέρες μοιάζαν με ναυάγια. Ο καθένας έτρεχε απελπισμένος σε διάφορες κατευθύνσεις, στ’ απόκρυφα μέρη για να κρύψει, να θάψει ό,τι δεν μπορεί να πάρει μαζί του, χωρίς να είναι βέβαιος πως θα το γλυτώσει, θα το ξαναδεί στα χέρια του. Κι αλίμονο σ’ όποιον δεν ήταν έτοιμος για εκκίνηση στην καθορισμένη ώρα ! Κινδύνευε να του προσάψουν την κατηγορία ότι σκόπιμα καθυστερεί, για να παραμείνει στο χωριό και να ενισχύσει τους αντάρτες…
Κι έβλεπε κανείς μακρόσυρτες φάλαγγες από ανθρώπους κάθε ηλικίας – γέροι, γριές, μωρομάνες με παιδιά στην αγκαλιά, τσούρμο μικρά παιδιά, οι πιο πολλοί μ’ ένα μπογαλάκι στο χέρι, άλλοι να σέρνουν τα κατοικίδια ζώα τους – με θρήνους και οδυρμούς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, παίρνοντας το δρόμο για την πόλη, συνοδευόμενοι από ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα, που έκαναν το παν να μην ξεφύγει κανένας απ΄τη φάλαγγα και επιστρέψει στο χωριό.
Κι ενώ οι φάλαγγες των ξεριζωμένων αγροτών εγκατέλειπαν τόσο βιαστικά τα χωριά, οι μοναρχοφασιστικές συμμορίες, που καραδοκούσαν, ρίχνονταν απερίσπαστες στο πλιάτσικο, θησαυρίζοντας από το βιός των ξεσπιτωμένων.
Μέσα σε λίγες μέρες, ολόκληρα χωριά, εκεί που πριν λίγο ήταν γεμάτα ζωή και αντιβούϊζαν από το ξεφάντωμα και τα ξένοιαστα παιχνίδια των παιδιών, τα βελάσματα και τα κουδουνίσματα των κοπαδιών, που έσφυζαν απ’ τη ζωή και τις φροντίδες των ξωμάχων, μεταβλήθηκαν ξαφνικά σε ερημότοπους-νεκροταφεία. Η ερημιά των χωριών ήταν τέτια, ώστε και αυτά τα λίγα σκυλιά και γάτες που απέμειναν εκεί, μόλις αντίκρυζαν άνθρωπο, ούρλιαζαν φοβισμένα. Ήταν ένα ξερίζωμα χωρίς προηγούμενο και που άφησε βαθιά τα ίχνη της κατάθλιψης σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Στον ορεινό όγκο των Αγράφων, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού άρχισε πρώτα στα χωριά γύρω απ’ το οροπέδιο της Νευρούπολης. Έτσι στα γρήγορα, εκκενώθηκαν τα χωριά Νεοχώρι, Καστανιά, Μπελοκομύτι, Καρύτσα, Μπεζούλα, Μεσενικόλας, Βουνέσι, Καταφύγι, Ραχούλα, Μαστρογιάννη κ.ά.. Ο πληθυσμός τους μεταφέρθηκε στην Καρδίτσα και στο Παλιόκαστρο. Οι ξεσπιτωμένοι στοιβάχτηκαν σαρδελληδόν – γεροί και άρρωστοι σε μικρές παράγκες και σε διάφορα ανθυγιεινά οικήματα. Από νοικοκυραίοι που ήταν, απ΄τη μια μέρα στην άλλη, βρέθηκαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι σε πλήρη εξαθλίωση, φυτοζωώντας με τα λίγα τρόφιμα που τους έδινε το επίσημο κράτος απ’ τα αμερικάνικα εφόδια.
Οι στρατιωτικές αρχές του αντιπάλου είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα και δεν επέτρεπαν στους ξεσπιτωμένους να πάνε στα χωράφια και στ’ αμπέλια τους να τα καλλιεργήσουν ή να μαζέψουν τη σοδειά. Όποιος τολμούσε να εγκαταλείψει την παράγκα για να πάει στο βιός του συλλαμβάνονταν, παραπέμπονταν στο στρατοδικείο, με την κατηγορία του “ανταρτοτρόφου”. Έτσι, οι άνθρωποι που όλη τους τη ζωή ήταν δεμένοι με τη γη, με τις φροντίδες της, έμειναν τώρα ανήμποροι αγναντεύοντας τους πλούσιους καρπούς του μόχθου τους, που ήταν ατρύγητοι, εγκατελειμμένοι, καταδικασμένοι στην καταστροφή…
Με τον τρόπο αυτό που συνοπτικά σημείωσα παραπάνω, μέσα σε λίγες μέρες, στα τέλη Μάη-αρχές Ιούνη 1947, είχε πια δημιουργηθεί μιά απ΄ τις πρώτες “νεκρές ζώνες” στ’ Άγραφα κι αργότερα πολλές ακόμα. “
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάκη Ψημμένου με τίτλο: “Αντάρτες στ’ Άγραφα (1946-1950), αναμνήσεις ενός αντάρτη”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, πηγή: ‘ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ’, www.eyrytixn.blogspot.com).