Στην προβιομηχανική κοινότητα τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Η ανακύκλωση ήταν συνήθης πρακτική και συνέβαλε πολύ στην αειφορία του τόπου. Ένα από αυτά τα ανακυκλούμενα είδη ήταν οι ευτελείς γελαδοσβουνιές, οι οποίες είχαν αρκετές χρήσεις για τους ορεινούς. Όταν ξηραίνονταν αρκετά τις έσμιγαν με τις κοπριές των άλλων ζώων (πλην του γουρουνιού), κυρίως με κοπρατζίνες ή καβαλίνες από τα φορτιάρικα και κακαράτζες από τα γιδοπρόβατα, της οικόσιτης γεωργικής κτηνοτροφίας, και τις μετέφεραν με τα κοπρόσακα στους κήπους, στα περιβόλια και στα χωράφια για λίπανση.
Ως φρέσκες, αν και ήταν αρκετά υδαρείς, τις αραίωναν με νερό και αρμολογούσαν τα πετράλωνα ή πασάλειβαν τα χωματάλωνα, προκειμένου να μη βγάζουν χώμα και χαλίκια όταν αλώνιζαν. Για τους ίδιους περίπου λόγους, με ανάλογο μείγμα πασάλειβαν και το χωμάτινο πάτωμα του μαγεριού στο σπίτι τους ή έκλειναν κάποιες χαραμάδες, που έχασκαν βάζοντας στο σπίτι αέρα και κρύο. Επίσης όταν αγραυλούσαμε ως ξερή την καίγαμε μαζί με κάποιες σκλιμπόσιες (σαπίμια διάφορα) για κουνουποαποθητικά.
Οι μελισσοκόμοι προκειμένου να τρυγήσουν το μέλι στο μελισσομάντρι τους, κάπνιζαν τα κρινιά με κουρέλια που έκαιγαν στο μελισσοκομικό καπνιστήρι, για να ζαλιστούν οι μέλισσες. Όταν όμως δεν είχαν πατσαβούρια να κάψουν, τότε έκαιγαν μέσα στο καπνιστήρι ξερή σβουνιά. Επίσης , σε μεγάλη ανάγκη έβαζαν, ξερή σβουνιά ως αιμοστατικό σε αιμορραγίες τραυμάτων. Οι αποξηραμένες σβουνιές είχαν μεγάλη θερμογόνο δύναμη, γι΄ αυτό τις χρησιμοποιούσαν και οι σιδεράδες.
Προσωπικά με τις κοπριές των γαϊδάρων και των γιδιών είχα μια καλή σχετικά σχέση, μάλιστα κάτω από ορισμένες συνθήκες ακόμα μου αρέσει οι μυρωδιά τους! Όμως τις χλωρές γελαδοσβουνιές δεν ήθελα να τις βλέπω κι ακόμα χειρότερα όταν υπήρχε ανάγκη, έτσι χλωρές και ημιυδαρείς, να τις μεταφέρω στα χωράφια, για κοπριά.
Αργότερα όταν δούλευα σ΄ ένα γραφείο στην Αθήνα, κάπνιζα με το τσιμπούκι μου φτηνό καπνό Κούπερ της Θράκης. Μια φορά τα κυκλάκια του καπνού μου έφεραν μια ιδιότυπη μυρωδιά, από τα βάθη του χρόνου και προσπαθούσα να την ανελκύσω στο συνειδητό μου και να θυμηθώ τι ήταν. Άρχισα να ψιλομαστουρώνω χωρίς ν΄ αναγνωρίσω τι ήταν. Για αυτοψία άδειασα τον καπνό στο γραφείο και βρήκα «τρίμματα» γελαδοκοπριάς, όπως θα έλεγα ως έπηλυς Καρδιτσιώτης. Θυμήθηκα και το Ρίτσο, που γράφει στη Ρωμιοσύνη του ότι οι καπεταναίοι του Εμφυλίου: «πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα» και από τότε συμφιλιώθηκα λίγο με τις ξηρές γελαδοσβουνιές, το ίδιο όπως με τις γομαροκοπρατζίνες και τις κακαράτζες, αλλά καπνό «κούπερ» δεν ξανακάπνισα!
Απ΄ όλα τα εξημερωμένα θηλαστικά οι γελάδες σε κάθε κένωση αποδίδουν τη μεγαλύτερη ποσότητα κοπριάς. Μετά τα πρωτοβρόχια τα βοσκοτόπια ήταν διάστικτα από τέτοιους σωρούς κοπριάς, που περιφερειακά τα στεφάνωνε μια άλως από φρέσκο και καταπράσινο χορτάρι, το οποίο όμως οι γελάδες δεν το έτρωγαν γιατί τους βρώμαγε, εγώ όμως… κάπνισα ευδαιμονικώς την κοπριά τους και μου άρεσε! Ας είναι καλά οι ελληνικές βιομηχανίες!