Οίνος ο αγαπητός

201
xouliaras

Ο Ευρυτάν νοικοκύρης όλο το χρόνο παιδευόταν με την αμπελουργία και επίσης όλον το χρόνο, όταν είχε, έπινε κρασί γιατί και τούτο υπάκουε στο γενικό κανόνα: Αγαθόν εν ανεπαρκεία. Μόνο τα… κοτρώνια ήταν εν επαρκεία. Το πρωί έκανε χαρούμενο ξεκίνημα για το μόχθο της μέρας αν, μαζί με το ψωμοτύρι του, κοπάναγε μισή οκά κρασί. Και το βράδυ με μια οκά εύρισκε «ανάπαυσιν σώματος και ψυχής» και με την κυρά του στο τραγότσολο «κατέστειλεν τας της σαρκός επαναστάσεις!» 

Ο Θεός πάντα προσμένει από τα δημιουργήματά του την «θεωσή» τους. Περί τούτου οι παπάδες συνταγογρραφούν: «Νηστεία και προσευχή» και παραβλέπουν ότι ο πανάγαθος Δημιουργός ευλόγησε το κρασί ως εναλλακτική -και πιο σίγουρη- συνταγή θέωσης: «Πίετε εξ αυτού πάντες» είπεν ο Υιός αυτού. Πολλοί όμως το παράκαναν και «ξεθεώνονταν» πίνοντας, όμως ουδέν πρόβλημα, καμία γέενα του πυρός δεν τους περίμενε. Απλά πρέπει όπως το «πυρ το αείζωον απτόμενον μέτρα και αποσβενόμενον μέτρα» έτσι και το… οινικόν πυρ θέλει ρέγουλα και μέτρο. Γι΄ αυτό λέγομεν «οίνος ο αγαπητός» και όχι «οίνος ο αγαπημένος», διότι «το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη!». Ο έρωτας του παραδοσιακού νοικοκύρη ριζοβολούσε στη διψαλέα ψυχή του, δενόταν με τον ενιαύσιο μόχθο της αμπελοκαλλιέργειας και βλάσταινε με τη μυσταγωγία των θείων κρασοκατανύξεων.

Τα βουνά μας και το κλίμα τους δεν είναι ότι καλύτερο για τα κλήματα. Το καλοκαίρι μας είναι μικρό και η ηλιοφάνειά μας ψυχρή κι ανάποδη, έτσι δεν ευδοκιμούν όλες οι ποικιλίες και κυρίως δεν προλαβαίνουν τα σταφύλια μας να ωριμάσουν καλά, ώστε να αποδώσουν στο κρασί μας τους αναγκαίους αλκοολικούς βαθμούς.

Στα παραποτάμια χαμηλώματα κάπως σώζεται η κατάσταση, όμως από τη ζώνη των φυλλοβόλων και πάνω τα πράγματα δυσκολεύουν. Στο χωριό μου, το Κρίκελλο, που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο η μερική ωρίμανση των σταφυλιών δίνει τρεις… διάσημες ποικιλίες κρασιού με προστατευμένη ονομασία προέλευσης: α) τον «Φουσκοπούτση» αλκοολικών βαθμών μπύρας, που σε έστελνε συνέχεια για κατούρημα! β) το «Δρόλαπα» οίνος βαριάς οινοποίησης μέσα στα τσάμπουρα, για αψιά λαρύγγια και γ) τον «Ξιδιά» που ωριμάζει μετά το Πάσχα και ήταν κατάλληλος για τα τουρσιά και τις φακές και που πινόταν με… κλειστά τα μάτια στο θέρο και στ΄ αλώνια. Αυτές οι ποικιλίες προκύπταν σε κακές οινικές χρονιές, ειδάλλως παραγόταν ένα καλό «σιουτλό» κρασί, όπως τόλεγαν.

Ένα άλλο μεγάλο οινοπνευματικό κεφάλαιο είναι το τσίπουρο. Όποιος έβαζε κρασί δικό του -δηλαδή όλοι- είχε στις μποτίλιες του κελαριού του το καλύτερο τέκνο του κρασιού, το τσίπουρό. Αυτό πάντα ήταν καλό αλλά λίγο. Η μόνιμη ανεπάρκεια κρασιού και τσίπουρου ανάγκαζε το νοικοκύρη να προσεύχεται και να παρακαλεί τον Κύριο να επαναλάβει στο κελάρι του το… «εν Κανά» θαύμα.