Μια βασική γεωργική εργασία ήταν το πότισμα.
Το πότισμα γινόταν από υδραύλακες, που μετέφεραν νερό συνεχούς ροής από ρέματα και ποτάμια ή ασυνεχούς από τις γούρνες, όπου συλλεγόταν το νερό των πηγών. Η κατασκευή και η συντήρηση των υδραυλάκων γινόταν με τα κοινά σκαπτικά εργαλεία.
Κάθε χρόνο, την άνοιξη, σύσσωμο το χωριό έπαιρνε τα «πτυοσκάπανα» επ΄ ώμου και πήγαινε και καθάριζε κι επισκεύαζε τ΄ αυλάκια, χωρίς να περιμένει τη σχετική πίστωση από τη Νομαρχία και τους λοιπούς πολιτικάντηδες!
Όλο το καλοκαίρι αυθέντης των αυλακιών και κουμανταδόρος των νερών ήταν ο νεροφόρος. Μια φορά τη μέρα ξυπόλητος περπάταγε μέσα στα νερά του αυλακιού και τα θόλωνε, για να σχηματιστεί μια επιφανειακή γάνα που στεγανοποιούσε τ΄ αυλάκια και όλη την άλλη μέρα διαπληκτιζόταν με τους πλεονέκτες αρδευόμενος, ώστε να μπορέσει να επιβάλλει μια χρηστή διαχείριση του νερού.
Για το πότισμα χρησιμοποιούσαν τα κοινά τσαπιά των καλλιεργειών και κυρίως το κλασσικό τσαπί, την τσαπούλα και το σκαλιστήρι. Όμως επικουρικά και επιλεκτικά χρησιμοποιούσαν και κάποια άλλα, τα οποία συνήθως έφεραν μακρύ στειλιάρι για… τηλεπότισμα. Αυτά ήταν:
Α1στ1. μισοτσάπι
Κάποια τσαπούλα που έσπαζε, έτσι ανάπηρη όπως ήταν, της έβαζαν ένα μακρύ ξύλο και την χρησιμοποιούσαν για πότισμα. Στην παλιά κοινωνία τίποτα δεν πήγαινε στα σκουπίδια.
Α1στ2. ξυλοτσάπι
Κατασκευαζόταν εξ ολοκλήρου από ξύλο (στειλιάρι και τσαπί), ήταν αδάπανο και σχετικά λειτουργικό. Χρησιμοποιούταν σε βρεγμένο χώμα για το κουμαντάρισμα του νερού μέσα στο χωράφι με ελαφράν γαίαν.
Οι γούρνες, που προαναφέραμε, είχαν μια ιδιαίτερη βαρύτητα στην άρδευση των χωραφιών -και όχι μόνο. Ήταν δυο μεγάλοι λάκκοι δίπλα στη βρύση, με χωρητικότητα όχι πάνω από 10μ3, ανάλογα με την παροχή της βρύσης.
Η πιο σημαντική της κατασκευή ήταν η απολυταριά. Ήταν ένα άνοιγμα στο χαμηλότερο σημείο του λάκκου της γούρνας, που χτιζόταν στεγανά μ΄ έναν φαρδύ τοίχο, ας την πούμε «παλαίστρα» κατά τη βουκολική σημειολογία, που στη βάση του είχε μια τρύπα.
Στη μέσα μεριά προς τη γούρνα είχε μια διάμετρο γύρω στα 10 εκ. που όταν η γούρνα ήταν άδεια ταπωνόταν στεγανά. Έβαζαν ένα μεγάλο πανί στην τρύπα, μετά το επικάλυπταν με λάσπη την οποία πλάκωναν με μια πλάκα. Έτσι πετύχαιναν στεγανότητα και η γούρνα γέμιζε νερό.
Η τρύπα της απολυταριάς, απέξω προς τη μεριά του υδραύλακα, ήταν φαρδύτερη και από κει έμπαινε ένα μακρύ ξύλο, το απολυταρόξυλο, με το οποίο έσπρωχναν το εσωτερικό βούλωμα κι έτσι «απόλαγαν» τη γούρνα, όπως έλεγαν.
Η γούρνα κάθε χρόνο ήθελε εσωτερικό καθάρισμα και ένα σχετικό πατίκωμα των εσωτερικών της παρειών, για περισσότερη στεγανότητα.
Η γούρνα ήταν ένας ενδιαφέρων βιότοποπος με πολλά μπακακάκια και διάφορα υδρόβια πετούμενα. Αρκετές φορές ήταν μια ενδιαφέρουσα πισίνα των αγροτοπαίδων για λασπόλουτρα. Κάποιες γούρνες μεταπολεμικά έγιναν τσιμεντένιες και άκουγαν στο ευγενές όνομα «στέρνα» και ήταν μια καθωσπρέπει πισίνα για τους λουόμενους εφήβους.