Το όνειρο για ένα εξοχικό σε κάποιον δημοφιλή χειμερινό προορισμό έσβησε -όπως πολλά άλλα- στα «μαύρα» χρόνια της κρίσης.
Αυτό που προκύπτει, δε, από τα δεδομένα της αγοράς είναι ότι, σε αντίθεση με το ράλι των τιμών και της ζήτησης στις κατοικίες (νεόδμητες και παλαιότερες), τα χειμερινά εξοχικά δεν έχουν «σφυγμό», παραμένοντας επιλογή πολυτελείας για τους Έλληνες και μάλλον αδιάφορα για τους ξένους, που προτιμούν να επενδύουν σε θερινούς προορισμούς.
Έμειναν στα… μπετά
Η ετήσια έρευνα της Geoaxis είναι αποκαλυπτική για την κατάρρευση της αγοράς των χειμερινών εξοχικών. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα στο Λιβάδι της Αράχωβας, όπου μετά το κατασκευαστικό αμόκ -σε σημείο που μεζονέτες κτίστηκαν σχεδόν και μέσα στη λίμνη- δεκάδες συγκροτήματα παραμένουν ολοκληρωμένα δίχως καμία προοπτική άμεσης διάθεσης.
Ενώ οι τιμές έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό σε σχέση με την αρχή της κρίσης (2008) και χιλιάδες σπίτια παραμένουν αδιάθετα, η ζήτηση εξακολουθεί και καταγράφεται έως εξαιρετικά ήπια. Παρά την πρόσκαιρη, μικρή αύξηση στις τιμές τα τελευταία χρόνια (2018/2019), αρκετοί κατασκευαστές που επένδυσαν δανειζόμενοι στην ανέγερση πολυτελών κατοικιών με συνολικό κόστος κατασκευής και αγοράς γης πάνω από 1.500 ευρώ/τ.μ. εξακολουθούν να βρίσκονται πλήρως εγκλωβισμένοι, αφού ούτε η πώληση κάτω από το κόστος δείχνει να ενεργοποιεί τη ζήτηση.
Αν ήθελε κάποιος να αποκρυπτογραφήσει την αγορά της χειμερινής κατοικίας, θα μπορούσε να καταλήξει στο ότι πλέον η έλλειψη ζήτησης στρέφει τους κατασκευαστές στην επιλογή των βραχυχρόνιων μισθώσεων:
Μέχρι και πριν από την πανδημία, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό κατοικιών εισήλθε σε πλατφόρμες βραχυπρόθεσμης ενοικίασης. Από τον Μάρτιο του 2019 και μετά η τάση επιβραδύνθηκε, και το 2022/2023 φάνηκαν νέα σημάδια αύξησης της προσφοράς.
Η προσφορά θα βαίνει αυξανόμενη στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης λόγω αδυναμίας ανανέωσης τυπικών μισθώσεων με τη σεζόν και γενικότερης τάσης για ενοικίαση παρά για αγορά.
Η Αράχωβα έχει δημιουργήσει μια ιδιαίτερη κατηγορία, η οποία διαφοροποιείται απόλυτα από τις υπόλοιπες περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, η δυναμική της περιοχής φαίνεται καθηλωμένη.
Η ζήτηση έχει υποχωρήσει σε ανησυχητικά επίπεδα, κυρίως στο Καρπενήσι και στον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας, καθώς η πλειονότητα των αγοραστών προέρχεται από την Ελλάδα. Τα Τρίκαλα Κορινθίας, λόγω της μικρής απόστασης από την Αθήνα, φαίνεται να αντιστέκονται στη μεγάλη μείωση των αξιών.
Μακροπρόθεσμα, η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει σημαντικά τις κατοικίες σε περιοχές που εξαρτώνται από χιονοδρομικά κέντρα, καθώς τα τελευταία μειώνουν συνεχώς τις ημέρες λειτουργίας τους λόγω ανυπαρξίας χιονιού. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει εύκολη χρηματοδότηση στην Ευρώπη για χιονοδρομικά κέντρα χαμηλότερα των 2.500 μ. καθώς και η αύξηση του κόστους ενέργειας για τη λειτουργία τους θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερο ρίσκο στις τοπικές αγορές.
Πτώση τιμών ως και 68%
Σε σχέση με τα υψηλά του 2008 προκύπτει πολύ μεγάλη και οριζόντια μείωση και για τις τέσσερις περιοχές μελέτης, η οποία κινείται συνολικά σε έναν μέσο όρο της τάξης του -55%.
Αναλυτικότερα, τη μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζει ο Άγιος Αθανάσιος, όπου από 3.301 ευρώ/τ.μ. το 2008, η αξία κυμαίνεται σήμερα στα 1.063 ευρώ/τ.μ. (-68%), και ακολουθούν το Καρπενήσι, από 2.308 ευρώ/τ.μ. το 2008, σήμερα στα 1.023 ευρώ/τ.μ. (-56%), τα Τρίκαλα Κορινθίας, από 2.250 ευρώ/τ.μ. το 2008, σήμερα στα 1.106 ευρώ/τ.μ. (-51%), και τέλος η Αράχωβα, από 3.000 ευρώ/τ.μ. το 2008, σήμερα στα 1.626 ευρώ/τ.μ. (-46%).
Σε σχέση με πέρσι καταγράφεται οριακή θετική μεταβολή των ζητούμενων τιμών πώλησης για την Αράχωβα και το Καρπενήσι, της τάξεως του 2,01% και 1,49%, αντίστοιχα. Σταθερές παραμένουν οι τιμές πώλησης στον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας και στα Τρίκαλα Κορινθίας.
Αναλυτικότερα, στην Αράχωβα, από 1.594 ευρώ/τ.μ. το 2023, η ζητούμενη τιμή κυμαίνεται σήμερα στα 1.626 ευρώ/τ.μ. (2,01%), στον Άγιο Αθανάσιο, από 1.053 ευρώ/τ.μ. το 2023, στα 1.063 ευρώ/τ.μ. (0,95%), στο Καρπενήσι, από 1.008 ευρώ/τ.μ. το 2023, στα 1.023 ευρώ/τ.μ. (1,49%), και στα Τρίκαλα Κορινθίας, από 1.097 ευρώ/τ.μ. το 2023, στα 1.106 ευρώ/τ.μ. (0,82%).
(Πηγή: iefimerida.gr/ Ρεπορτάζ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ)