Τα ‘’πρωτάκια’’ του Σεπτέμβρη

2

Κάθε Σεπτέμβρη μήνα τα ‘’πρωτάκια’’, οι μαθητές της Α’ Δημοτικού έχουν την τιμητική τους. Είναι η μεταβίβαση της ζωής του παιδιού από την οικογένεια στην ευρύτερη σχολική κοινότητα, είναι το πέρασμα από μια δεδομένη κατάσταση σε μια νέα άγνωστη συνθήκη που σηματοδοτεί μια αλλαγή τόσο στη ζωή του παιδιού, όσο και στο ρόλο των γονιών. Η προσαρμογή στο σχολικό κλίμα δεν είναι κάτι που γίνεται αυτόματα με την έναρξη μιας νέας χρονιάς. Όπως κάθε παιδί έχει τον δικό του χρόνο ανάπτυξης, έτσι  χρειάζεται και τον ανάλογο  χρόνο προσαρμογής στο ρυθμό των νέων δεδομένων. Γι’ αυτό το καλωσόρισμα του μικρού μαθητή από τον δάσκαλο και ο ‘’αποχαιρετισμός’’  από τον γονιό του αυτή τη μέρα πρέπει να έχει την πρέπουσα στήριξη και συμπεριφορά.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο διαφέρει βέβαια στα σχολεία των Αγράφων με τους πολύ λίγους μαθητές, με αυτή στα σχολεία των μεγαλουπόλεων και της Αθήνας. Τα πράγματα διαχρονικά αλλάζουν, αλλάζουν τα ήθη, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τα ‘’πρωτάκια’’ του κάθε Σεπτέμβρη. Να πως περιγράφει  ο ίδιος, ο Νίκος Καζαντζάκης, την πρώτη του μέρα στο σχολείο στο μακρινό 1890 :

«…Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένοιωθα μέσα μου περηφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα  στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν.

Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε  στην εκκλησιά του Άι Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή με τέσσερεις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα. Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιζε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δεν θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του.

‘’Εδώ θα μάθεις γράμματα, να γίνεις άνθρωπος, κάμε το σταυρό σου’’.

Ο δάσκαλος πρόβαλλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορυφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα γιατί φορούσε καπέλο.

‘’Ετούτος είναι ο γιός μου’’ του είπε ο πατέρας μου, ξέμπλεξε το χέρι μου απ’ τη χούφτα του και  με παρέδωσε στο δάσκαλο.

‘’Το κρέας δικό σου ‘’, του ‘πε, ‘’τα κόκκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο’’.

-‘’Έννοια σου καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους’’ είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα…!»

Αυτές οι εικόνες και νοοτροπίες δυστυχώς συνεχίζονταν μέχρι την δεκαετία του ’70 τουλάχιστον, στα σχολειά των Αγράφων και παραπέρα. Αξέχαστοι έχουν μείνει δάσκαλοι τραχείς κι ακοινώνητοι, παρά το ότι θεωρούνταν γραμματιζούμενοι μαζί με τον παπά και τον πρόεδρο του χωριού. Υπήρχαν και συνετοί δάσκαλοι, που άφησαν στο πέρασμά τους τις καλύτερες εντυπώσεις και θύμησες. Να ‘ναι όλοι τους καλά, όπου κι αν βρίσκονται..!