Το καλάθι δοξάστηκε και γράφτηκε με λαμπρά γράμματα στην ψυχή και… στο στομάχι όλων ημών των γυμνασιόπαιδων που θητεύαμε στο εν Καρπενησίω τέμενος των μουσών και δεν… εννοώ καμία από τις εννέα Ολυμπιάδες Μούσες, γιατί αυτές ήταν απούσες, αλλά τις πολύ περισσότερες, αυτές με τις γαλάζιες ποδιές και τα λευκά σοσονάκια, εκεί όπου εναποθέσαμε -και κατά κανόνα εσφαγιάσθησαν- τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα. Το κακό όμως ισορροπούσε το εβδομαδιαίο καλάθι (με… το χέρι) της μάνας μας που έφερνε το ΚΤΕΛ στην πόλη, έμφορτο -κατά δύναμιν- και με του πουλιού το γάλα.
Πάνω–πάνω είχε λίγα καθαρά ρούχα, από κάτω τα αυγά της εβδομάδας, παρακάτω τις θρυλικές χωριάτικες πίτες, που με το χέρι της μάνας καθίσταντο θρυλικότερες κι από κει και κάτω ότι άλλο παρείχε στο πατρικό μας η τσιγκούνα Αμάλθεια των βουνών. Η παντογνώστρια μάνα λάμβανε ιδιαίτερη μέριμνα για τα αυγά, όχι τόσο να μη σπάσουν όσο για να μην τα πουλήσουμε. Έτσι ένα χαρτάκι ανάμεσά τους προειδοποιούσε, δια της μητρικής χειρός: «ΤΑ ΑΒΓΑ ΗΝΕ ΒΡΑΖΜΕΝΑ».
ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΚΑΛΑΘΙΩΝ
Τα παραδοσιακά καλάθια αποσύρθηκαν κι αυτά στη χωματερή του μεταβιομηχανικού πολιτισμού. Σαν να μην έφταναν οι βιομηχανικές κατασκευές που εκπόρθησαν τα καλάθια από το θρόνο τους, εμφανίστηκαν τα μπαμπού και κυρίως εξαφανίστηκαν οι γύφτοι ποιητές αυτών.
Τα καλάθια ήταν τα καλύτερα μέσα μεταφοράς αυγών, ώσπου εμφανίστηκαν οι χάρτινες αυγοθήκες κι έτσι «χάσαμε και τα -χωριάτικα- αυγά και τα καλάθια», που λέει και η παροιμία. Επιπλέον ήταν τα καλύτερα για το μάζεμα των λιμπιστών κερασιών, που η παροιμία μας προσγείωνε: «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι».
Σήμερα στη μόδα είναι τα φημισμένα καλάθια από μπαμπού και τα… κακόφημα καλάθια του νοικοκυριού, με τα οποία προσπαθεί η κυβέρνηση να μας κοροϊδέψει και κάνει ότι μπορεί για την καλπάζουσα ακρίβεια. Επίσης τα καλάθια κυκλοφορούν, σε υποδεέστερους -αλλά σημαντικούς ρόλους- ως καλάθια αχρήστων, απλύτων και σκουπιδιών.
Μόνο μια δουλειά δεν μπορούσαν -και δεν μπορούμε- να κάνουμε με τα καλάθια: να μεταφέρουμε νερό, όμως παλαιότερα οι δαιμόνιοι χωροφύλακες το χρησιμοποιούσαν για ν΄ αποδείξουν αν κάποιος είναι τρελός. Αυτό εφάρμοσε και ο υπενωμοτάρχης του χωριού στο Μήτσο για να εντοπίσει αν είναι τρελός, πράγμα που γνώριζαν και οι πέτρες δηλ. του έδωσε ένα καλάθι για να φέρει νερό από τη βρύση κι ο Μήτσος του είπε: «μα καπετάνιο ντιπ τσόπ΄ς είσαι, τρελός είμαι, δεν είμαι χαζός!»