‘‘Τη γνωστή στην πολιτική ιστορία φράση «διαίρει και βασίλευε», διατύπωσε για πρώτη φορά ο γνωστός ιταλός στοχαστής Νικολό Μακιαβέλι στο έργο του «Ηγεμόνας». Ο Μακιαβέλι ανήκει στην εποχή της Αναγέννησης, ήταν σπουδαίος διπλωμάτης και πολιτικός και έχει διχάσει για την αξία του. Από τότε τα διδάγματά του ακολούθησαν πολλοί, όπως άλλωστε μαρτυρεί και ο καθιερωμένος όρος «Μακιαβελισμός» που σημαίνει την καταχθόνια και ύπουλη σατανικότητα και μηχανορραφία. Κι ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο οι αντίπαλοί του πίστευαν πως ήταν: «ο διπλωμάτης της πολιτικής ανηθικότητας και του κυνισμού στον τρόπο του διοικείν και φέρεσθαι».
Βασική λοιπόν αρχή για να χειραγωγήσεις την κοινωνία είναι η αρχή του «διαίρει και βασίλευε». Είναι παλιά αυτή η «συνταγή» και απολύτως αποτελεσματική. Στρέφεις ένα μέρος της κοινωνίας εναντίον του άλλου, «ποδοσφαιροποιείς» κοινωνικές ή επαγγελματικές τάξεις και το πεδίο είναι ελεύθερο να κάνεις ό,τι θέλεις την ώρα που οι άλλοι θα παίζουν το παιχνίδι των «καλών» και των «κακών». Για να κυβερνάς με ασφάλεια και να διατηρείς την εξουσία σου, φρόντισε να σπείρεις τη διχόνοια ανάμεσα στους αντιπάλους σου.’’
Παλιά μέθοδος δηλαδή και για την ακρίβεια πολύ πιο παλιά από τον Μακιαβέλι… Από τα Βασίλεια και τις Αυτοκρατοπίες, έως τη Δημοκρατία και στις μέρςς μας την Αριστερά έως τη Δεξιά. Το «Διαίρει και βασίλευε» κινούσε τα νήματα της ανθρωπότητας και ρύθμιζε το μέλλον της. Το πάθος όσουν είχαν εξουσία ακόρεστο και διψασμένο για περισσότερη εξουσία. Ο σκοπός αγίαζε και αγιάζει τα πάντα και το μόνο που μετράει είναι ποιος έχει τη δύναμη και πόση είναι η δύναμή του αυτή.
‘’Ας θυμηθούμε την επισήμανση του προαιώνιου προβλήματός μας «τη Διχόνοια», όπως την μεταφέρει ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Απ’ εσάς απομακραίνει
Κάθε δύναμη εχθρική
Αλλά ανίκητη μια μένει
Που τες δάφνες σας μαδεί.
Η Διχόνοια που βαστάει
Ένα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.
Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει,
Παλληκάρια, ας μην ‘πωθή,
Πως το χέρι σας κτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή.’’