Η Αμπελουργία

6382

Η Αμπελουργία

Γράφει: ο Αλέξανδρος Χουλιαράς

Το φθινόπωρο είναι –και περισσότερο ήταν- η ευλογημένη εποχή της αφθονίας. Ένα πολύ καλό τερψιλαρύγγιον αυτής της εποχής ήταν τα σταφύλια, που δεινοπαθούσαν από την αρπακτικότητα άπτερων και πτερωτών διπόδων και άπτερων τετραπόδων, με πρώτον και καλύτερον το σκύλο. Όταν ένα αδέσποτο ζώο, έμπαινε στα χωράφια κι έτρωγε το βιός του νοικοκύρη, ο νόμος των Βυζαντινών έδινε το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη να “τοξεύει αυτό ανεγκλήτως”. Κάπως έτσι ψόφαγαν και τα σκυλιά στ΄ αμπέλια “εν καιρώ των καρπών”, που σήμερα υπάρχει ως παροιμία.

Η Ευρυτανία δεν ήταν -και δεν είναι- εύοινος τόπος. Όμως το κρασί και το τσίπουρο ήταν το γάλα των γερόντων και η πιο σοβαρή, από τις λίγες ηδονές του ορεσίβιου. Ήταν ο καλύτερος σύντροφος στις χαρές και στις λύπες του.

Γι΄ αυτό η αμπελουργία ήταν ζωτικής σημασίας δραστηριότητα, για κάθε νοικοκύρη, την οποία ασκούσε ποικιλοτρόπως: με τις κρεβατίνες γύρω από το σπίτι, με τις αράδες των κλημάτων στις πατωσιές των χωραφιών του, με τις αναρριχόμενες στα δέντρα ακλαδιές (οι αναδενδράδες των Βυζαντινών) και τέλος με τ΄ αμπέλια του (τα χαμάμπελα των Βυζ.).

Όλο τον χρόνο, σύσσωμη η οικογένεια παιδευόταν με τα κλήματα. Ο γερο-νοικοκύρης κάθε Γενάρη τα κλάδευε, ο μάχιμος νοικοκύρης -με τη κυρά του- τα έσκαβε, τα ράντιζε και τα θειάφιζε, οι κοπελιές του νοικοκυριού τα βλαστολογούσαν και τα κορφολογούσαν και όλοι μαζί μπίτιζαν με τον τραγουδισμένο και πολυπόθητο τρύγο. Αφού διάλεγαν μερικά σταφύλια, που τα έκαναν αρμάθες και τ΄ αποξήραναν, για να τα φάνε το σαραντάημερο, όλα τ΄ άλλα τα πατούσαν κι έβγαζαν το κρασί τους.

Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες κλημάτων στην ορεινή Ευρυτανία δεν ήταν πολλές. Τα πρωιμάδια ήταν αυτά που πρωτοωρίμαζαν και έφερναν το χαρμόσυνο μήνυμα της σταφυλοφαγίας. Οι σκυλοπνίχτες, τα κοσμάδια και τα κοντοκλάδια ήταν τα καλλίτερα μαύρα σταφύλια για κρασί και οι φράουλες (βρωμοστάφυλα) τα δεύτερης ποιότητας μαύρα σταφύλια. Καλό άσπρο σταφύλι για κρασί ήταν οι ασπρούδες.

Για φαΐ ήταν οι χοντρόραγες κολοκυθάρες και τα μελισσάκια. Ως πειναλέοντες έφηβοι, κάτι τέτοια μας προκαλούσαν τις αισθήσεις και κινδυνεύαμε να πάμε “σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι!” τότε που “o έρωτας έστηνε χορό με τον (πραγματικά) ξανθό Σεπτέμβρη” (ο Απρίλης του ποιητή ήταν αντιερωτικός γιατί τότε -με την κοιλιά μισοάδεια- άρχιζε η πολλή δουλειά).