Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

8 Νοεμβρίου 1896

Ταξίδια θιάσων στην ελληνική επαρχία

«Εις άγγελος απέπτη εις τους ουρανούς και δυσμοίρων γονέων καρδίας εσπάραξεν ο ανάλγητος και τυφλός θεριστής με το δρέπανόν του το φρικτόν. Αιμορροούσι και χαίνουσιν αι φρικώδεις πληγαί των υπό της ανηκέστου οδύνης του θανάτου του αγγέλου προσφιλούς πληγεισών καρδιών, ουδέν δ’ εν των κόσμω βάλσαμον ικανόν να πραΰνει, να επουλώσει πληγάς, ας αυτοί ούτοι οι πληγέντες αναξέουσι, διότι τοις αναμιμνήσκουσι τον άγγελον όστις έφυγε, δεν υπάρχει πλέον».

ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του Μιχαήλ Σανούδου κι αυτό μόνο μπόρεσε να γράψει μέσα στο σπαραγμό του, ως συμπαράσταση, για τον μικρότερο γιο των φίλων του Άγγελου και Ζενής Πινά. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» και την κηδεία του δωδεκάχρονου παιδιού, άωρου θύματος μιας ξαφνικής επιδημίας, της διφθερίτιδας, που εκείνο τον καιρό χτύπησε στην πόλη και άλλα δεκατρία θύματα, παρακολούθησε σύσσωμη η κοινωνία του τόπου. Για μήνες μετά οι εφημερίδες δημοσίευαν τις γενναίες δωρεές χρημάτων που δίνονταν εις μνήμην του και ορισμένες κατέφθαναν ανώνυμες. Θα περνούσαν όμως κάμποσα χρόνια για να μάθει ο Άγγελος Πινάς, σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του, τον αποστολέα, που δεν ήταν παρά ο βαθύπλουτος Στέφανος Μαρκαδάκης, ο οποίος είχε να πατήσει στην πόλη τους, στο νησί τους, τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Είναι άγνωστο πως στην ευχή το έμαθε ο Πινάς και πως, χωρίς να έχει εκείνος ιδιαίτερες σχέσεις μ’ ένα τέτοιο μυθικό πρόσωπο του πλούτου, γίνονταν αυτές οι ηγεμονικές δωρεές του στα φιλανθρωπικά ιδρύματα εις μνήμην ενός αθώου πλάσματος.

Γιατί πράγματι εις άγγελος απέπτη εις τους ουρανούς και βύθισε την οικογένεια σε βαρύ πένθος τουλάχιστον για πέντε χρόνια. Ούτε θέατρα, ούτε χοροί, ούτε επισκέψεις. Ελάχιστα μόνο ταξίδια στο εξωτερικό για να δουν τα άλλα δύο παιδιά τους. Κι όταν επέστρεφαν, ο Πινάς καταλάβαινε ότι μαζί με το παιδί του είχε φύγει και η πόλη του.

Το βυρσοδεψείο του ολοένα ρήμαζε και γερνούσε σαν τον ίδιο και σαν τους ελάχιστους εργάτες του. Οι παλαιοί πελάτες είχαν χαθεί. Ελάχιστοι απέμεναν. Όλα πια γίνονταν ελάχιστα στη ζωή του.

Τη φωτογραφία του νεαρού Πινά την είχε κορνιζώσει ο λαμπρός φωτογράφος Γεώργιος Παντζόπουλος, μαζί με άλλες στους τοίχους του φωτογραφείου του. Μόλις είδε τον Πινά να κοιτάζει τη βιτρίνα του σκέφτηκε αμέσως δύο πράγματα. Αν άφηνε τη φωτογραφία στη θέση της, αυτό θα ήταν βέβαια μια πράξη αγάπης και εκτίμησης προς την οικογένεια του παιδιού, αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει την αντίδραση του τραγικού πατέρα. Αν την έκρυβε, γλίτωνε σκηνές που δεν ήθελε να σκέπτεται. Άρπαξε, λοιπόν, το κάδρο και το ’κλεισε γρήγορα σ’ ένα απ’ τα συρτάρια του γραφείου του. Ανάσανε. Και τότε βγήκε στην πόρτα να τον υποδεχθεί.