Γράφει ο Θεοφάνης Πναγιωτόπουλος

Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…
Νίκος Καββαδίας

Ἕνα μαχαίρι

Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.

Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.

«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.

Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.

Ἕνας Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.

Σκύψε καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿ ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»
-Πόσο ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά. Ἀφοῦ τὸ θέλεις πᾶρ᾿ το.

Ἕνα στιλέτο ἔχω μικρὸ στὴ ζώνη μου σφιγμένο,
ποὺ ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου
κι ἀφοῦ κανέναν δὲν μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω
φοβᾶμαι μὴ καμιὰ φορὰ τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου…

Fata Morgana
Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

[…]

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.

Ἕνα μαχαίρι

Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.

Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.

«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.

Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.

Ἕνας Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.

Σκύψε καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿ ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»
-Πόσο ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά. Ἀφοῦ τὸ θέλεις πᾶρ᾿ το.

Ἕνα στιλέτο ἔχω μικρὸ στὴ ζώνη μου σφιγμένο,
ποὺ ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου
κι ἀφοῦ κανέναν δὲν μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω
φοβᾶμαι μὴ καμιὰ φορὰ τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου…

Fata Morgana
Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

[…]

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.