Κυριακή απόγευμα, οδηγώντας πάλι προς τα δυτικά της Ευρυτανίας, σε ένα μάλλον φθινοπωρινό σκηνικό με δυνατή βροχή και αέρα καλοκαιριάτικα, δεν παύω να θαυμάζω αυτήν την τόσο δυνατή ομορφιά της φύσης και των βουνών και την απίστευτη μυρωδιά της βροχής στα δέντρα, τα λουλούδια και το χώμα. Συντροφιά μου –όπως πάντα- το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, το οποίο πέρα από κάποιες αστοχίες στο πρόγραμμα και το περιεχόμενο, είναι ένας πραγματικός φάρος στην ψυχαγωγία.
Πάντα με συνέπαιρνε η αίσθηση ότι εγώ στη μια άκρη (ή μάλλον κορφή) της Ελλάδας και κάποιος άλλος σε κάποια άλλη μακρινή περιοχή ακούμε το ίδιο τραγούδι, την ίδια εκπομπή, χωρίς να χρειάζεται διαδίκτυο παρά μόνο ένα απλό ραδιόφωνο. Πολλές οι καταγραφές πολιτισμού και κουλτούρας του Δεύτερου προγράμματος, που έχω από παιδί, αλλά αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι που είχε ένας θείος του πατέρα μου πάνω στο παλιό τζάκι στο κουζινάκι και ακούγοντας ΕΡΑ μάθαινε τα νέα όλου του κόσμου.
‘Ταξιδεύοντας’ λοιπόν ήταν και ο τίτλος της εκπομπής που άκουγα όση ώρα οδηγούσα, και ήταν όντως ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι αφιερωμένο στο Μάνο Χατζιδάκι και στα 25 χρόνια που πέρασαν χωρίς αυτόν, αφού έφυγε το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994 και σε ηλικία 68 ετών. «Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά» είχε πει ο ίδιος. Στενός του φίλος ήταν και ο Νίκος Γκάτσος, ποιήματα του οποίου μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Ένα από αυτά είναι και Η Μπαλάντα του Ούρι, αγαπημένο και κλείνω με αυτό.
Η μπαλάντα του Ούρι
Ουρανέ όχι δε θα πω το ναι, ουρανέ φίλε μακρινέ.
Πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή πώς να δεχτώ μάνα μου είναι η γη.
Πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό αχ ουρανέ πόνε μακρινέ.
Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό το γαλανό
κι ακούω μια φωνή καμπάνα γιορτινή να με παρακινεί.
Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί εκεί εκεί
που χτίζουνε φωλιά αλλόκοτα πουλιά στου ήλιου τα σκαλιά.
Πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή πώς να δεχτώ μάνα μου είναι η γη.
Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό το γαλανό
κι ακούω μια φωνή τρελή σα χάδι κι απειλή κοντά της να με καλεί.
Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί εκεί εκεί
μου τάζει ωκεανούς κομήτες μακρινούς και ό,τι βάζει ο νους.
Ουρανέ όχι δε θα πω το ναι ουρανέ φίλε μακρινέ.
Πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή πώς να δεχτώ μάνα μου είναι η γη.
Πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό αχ ουρανέ πόνε μακρινέ.
(φωτο: pagenews.gr)
Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα
Εκδότρια