Η καλαισθησία είναι ένα από τα θέματα της τοπικής και όχι μόνο επικαιρότητας, για το οποίο γράφουμε, μιλάμε, διαφωνούμε εδώ και εβδομάδες. Αφορμή φυσικά, τι άλλο, η ανάπλαση και η πύλη του Α’ Γυμνασίου- Λυκείου Καρπενησίου, ο μεγάλος περίπατος του Κώστα Μπακογιάννη στο κέντρο της Αθήνας, άλλες παρόμοιες αναπλάσεις που βρίσκονται στα συρτάρια της Περιφερειακής αρχής και του Δήμου, αλλά και άπειρες περιπτώσεις στην καθημερινή μας ζωή που συχνά μας οδηγούν στην τρέλα.

Για την ανάπλαση του σχολείου και τον μεγάλο περίπατο, έχουν ειπωθεί πολλά, από ειδικούς, μη ειδικούς και όποιον άλλον μπορεί να έχει άποψη, με τη δυσαρέσκεια να κυριαρχεί και τους αρχιτέκτονες να λένε δεν πειράζει, με τον καιρό θα συνηθίσετε την αισθητική μου…

Κι εδώ γεννώνται τα εξής ερωτήματα. Ποια είναι η αισθητική και ποιος την ορίζει; Ποια η ταυτότητα ενός τόπου; Ποιος ο στόχος της αναθέτουσας αρχής; Έχει το δικαίωμα ο κάθε δήμαρχος ή ο κάθε περιφερειάρχης, αντιπεριφερειάρχης κλπ να επεμβαίνει σε ιστορικά κτίρια;

Δύσκολα ερωτήματα πραγματικά και μάλλον χωρίς άμεση ή τουλάχιστον ειλικρινή ή και αντικειμενική απάντηση. Αυτό που αρέσει σε κάποιον και το θεωρεί αριστούργημα, μπορεί να μην αρέσει σε κάποιον άλλον, αυτό που θεωρεί κάποιος ιστορικό και αξιομνημόνευτο, κάποιος άλλος μπορεί να το θεωρεί ξεπερασμένο, παρωχημένο και παλιομοδίτικο και αυτό είναι θεμιτό γενικά στη ζωή. Δεν μπορεί να μας αρέσουν σε όλους τα ίδια πράγματα, αλλά όσον αφορά στην εικόνα μιας πόλης, εκεί την απάντηση τη δίνει η ταυτότητα που έχει αυτή, αν έχει.

Η ταυτότητα στη χώρα μας είναι ένα ζήτημα, κυριολεκτικά. Ακόμα την αναζητούμε, σε όλα τα επίπεδα, χωρίς σταθερές, μπερδεμένοι και ξεμυαλισμένοι με νεοτερισμούς και ‘προοδευτικές’ αλχημείες που ο κάθε άρχων του τόπου υιοθετεί, άκριτα. Σε καμία από τις χώρες της Ευρώπης που έχω ταξιδέψει ή έχω διαβάσει δεν συμβαίνει αυτό, με ελάχιστες εξαιρέσεις εκτρωμάτων απολυταρχικών καθεστώτων, όπως για παράδειγμα τα απαίσια κτίρια των Ναζί στο λιμάνι της Μασσαλίας, τα τσιμεντένια τερατουργήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων και φυσικά τα όργια μπετόν και άτακτης δόμησης στη Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα μας, που απέκλεισε τη χώρα από κάθε ελπίδα αισθητικής ταυτότητας.

Όσο για το στόχο κάθε αρχής και το δικαίωμα επέμβασης, τα πράγματα μπερδεύονται ακόμη περισσότερο. Στην Ελλάδα φοβόμαστε να διατηρήσουμε την ιστορικότητα των κτιρίων και των περιοχών μας μη μας πουν οπισθοδρομικούς και τη γραφικότητα των μικρών πόλεων και χωριών μας για να μη μας πουν ‘βλάχους’. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αξία του παλιού και να το παντρέψουμε αρμονικά με τη σπουδαιότητα του νέου. Δεν έχουμε αυτή τη διάκριση, άρα δεν έχουμε και το δικαίωμα δραματικών παρεμβάσεων πάνω σε ιστορικά κτίρια και ιστορικές περιοχές, όταν μάλιστα αυτές γίνονται επιπόλαια και εμπλέκονται τεράστια κονδύλια, άρα και συμφέροντα.

Όταν περπατάς στο Λονδίνο δεν σε ενοχλεί να βλέπεις το Μπιγκ Μπεν, το παλάτι του Μπάκιγχαμ και τόσα άλλα ιστορικά κτίρια και από την άλλη πλευρά τους ουρανοξύστες των πολυεθνικών, γιατί το ένα δεν είναι πάνω στο άλλο, είναι δίπλα, λίγο πιο κάτω. Στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Αυστρία και πόσες άλλες χώρες, όχι μόνο έχουν διατηρήσει το ιστορικό ύφος και αναδεικνύουν τα κτίρια τους, αλλά μπορούν και τα αξιοποιούν οικονομικά και τουριστικά προς όφελος της πόλης και της χώρας τους. Χαίρονται να κρατούν ζωντανή την ιστορία τους και τα από άλλη εποχή κτίρια, γιατί για αυτούς είναι η καθημερινότητά τους. Είναι εξοικειωμένοι με την καλαισθησία.

Και όπως μου είπε σε μια πρόσφατη συνάντησή μας ο π. Δοσίθεος, Ηγούμενος της Μονής Τατάρνας, η καλαισθησία είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής ανάπτυξης του ανθρώπου, δεν μπορεί εύκολα ο οποιοσδήποτε να την αντιληφθεί…

Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα

Εκδότρια