Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Καζάνι που βράζει η χώρα μας. Οι Νουδίτες πεινώντες και διψώντες Εξουσίαν υλακτούν καθημερινά για εκλογές. Οι Κιναλικοί τρελαμένοι περιφέρουν τα γουργουρίζοντα στομάχια τους, από ρούγα σε ρούγα, Οι Κουκουέδες επειδή ποτέ δεν έφαγαν δεν πεινάνε και οι Συριζαίοι ρευάμενοι, τώρα ως επιδόρπιον ροκανάνε το χρόνο. Οι εκλογές είναι ante portas.
Για τέσσερα χρόνια -ενδεικτικά- τρώνε οι πολιτικοί και την ημέρα των εκλογών τρώνε οι πολίτες.
Λόγω της ενδημικής πείνας των κακοβίωτων Ευρυτάνων –και όχι μόνον- ήταν συνηθισμένη η έκφραση: “έχω να φάω από τις εκλογές!”. Οι τότε εκλογές, εκτός από τις κλασσικές δυσώδεις μεθοδεύσεις, κερδίζονταν με το καζάνι, τις κουμπαριές και τις κουμπουριές.
Ο κάθε υποψήφιος έστηνε το καζάνι του στην πλατεία και ο λαός “αδιακρίτως” πήγαινε έτρωγε και μετά χορτάτος ασκούσε το ύψιστο πολιτικό του δικαίωμα. Οι υπερβολές όμως των πειναλεόντων ψηφοφόρων ήταν συχνές.
Σ΄ ένα χωριό άχνιζαν τα καζάνια των κομματαρχών. Πανεθνική φασολάδα ο ένας, μακαρονάδα ο άλλος. Κάποιος όμως βουλιμικός έφαγε αρκετά παραπάνω και το ξηροδίαιτο στομάχι του δεν άντεξε και εξέμεσε και τότε εφανερώθη ένα έγκλημα καθοσιώσεως, μαζί με τα μακαρόνια βγήκαν και τα φασόλια, που έφαγε από στον αντίπαλο καζανάρχη.
Διπλή η σημασία των προεκλογικών καζανιών. Πρώτον ο κοινωνικά αποκλεισμένος χωρικός αυτή τη μέρα είχε την ευκαιρία να χαιρετήσει τον κάθε Καλοχαιρέτα πολιτικάντη και δεύτερον έμμεσα έπαιρνε το πολιτικό μήνυμα των συσσιτίων.
Τα συσσίτια της κατοχής με τις ουρές των πεινασμένων μπροστά στο καζάνι με την καραβάνα στο χέρι, ανασύρουν εικόνες έσχατης ένδειας και εξευτελισμού του ατόμου. Υπό αυτήν την έννοια το κουπόνι σίτισης, που εξήγγειλε η Αριστερή μας κυβέρνησή ήταν μεγάλη πρόοδος. Όμως αν τα κουπόνια σίτισης απειλήσουν την εξυπηρέτηση του χρέους μας, τότε θα πρότεινα τα παλλαϊκά και υπερκομματικά καζάνια, έτσι ώστε να μην εκτίθεται κομματικά ο πειναλέων και, παραπέρα, να τιμήσουμε την κοινωνία της αφθονίας και τον καταναλωτικό μας πολιτισμό!
Εμείς, η πρώτη μεταπολεμική γενιά, εξ απαλών ονύχων γνωρίσαμε το άγος των συσσιτίων. Ο μπάρμπα Σαμ, ο φιλάνθρωπος χωροφύλακας πάντων, ο θριαμβευτής του Δεύτερου Παγκόσμιου μακελειού, μάζεψε ότι σάπιο υπήρχε και το ΄στειλε να το φάνε συσσιτιακώς τα χοιρίδια της αυτοκρατορίας του. Όμως αυτά, δηλαδή εμείς, φύσει αναρχικοί δεν ανοίγαμε το στόμα μας. Προτιμούσαμε τα βατόμουρα και τα κράνα, τα γλόινα και τα κεδρομπούμπουλα, παρά τις ληγμένες υπερατλαντικές σαποτροφές.